Κριτική / «Βόυτσεκ» από τον Κώστα Παπακωνσταντίνου στο Θέατρο Σημείο: Ανυπεράσπιστος άνθρωπος σε κοινωνία που πιθηκίζει

Η Γαλλική Επανάσταση έχει τελειώσει πριν από λίγα χρόνια , η ρήξη της ανερχόμενης αστικής τάξης με τη φεουδαρχία έχει οριστικοποιηθεί  και τώρα σιγά-σιγά έρχεται η ίδια να εγκαθιδρύσει τη δική της κυριαρχία στις δομές της κοινωνίας. Για τις χαμηλότερες τάξεις, η κατάσταση παραμένει ίδια και απαράλλαχτη, ενώ η εκβιομηχάνιση φέρνει και τη δημιουργία  στα κατώτερα στρώματα μια νέας τάξης, της εργατικής.

Αυτό είναι το κοινωνικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο ζει και αναπνέει ο Γκέοργκ Μπύχνερ και που τον ενέπνευσε στη συγγραφή του «Βόυτσεκ». Ο ίδιος, άλλωστε, στη σύντομη ζωή του (πέθανε μόλις 24 χρόνων από τύφο,) μετείχε ενεργά στους κοινωνικούς αγώνες της εποχής για μια καλύτερη και δικαιότερη ζωή ενός λαού που στενάζει ακόμα από φτώχια, αρρώστιες, αναλφαβητισμό και στερήσεις κάθε διακιώματος,. Παίρνει μέρος ενεργά σε επαναστατικά κινήματα (ίδρυσε την Εταιρία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το 1834, δημοσίευσε την επαναστατική μπροσούρα «Ο κήρυκας της Έσσης» υποστηρίζοντας τα δίκαια των χωρικών), διώκεται και εξορίζεται για τη συμμετοχή του σε αυτά.

Ποιος είναι ο Βόυτσεκ; Ένας ταπεινός στρατιώτης, ο οποίος εκτελεί καθημερινά τις υποχρεώσεις του: ξυρίζει τον λοχαγό του, για λίγα χρήματα μετατρέπεται σε πειραματόζωο από έναν γιατρό, και καταβάλει αγωνιώδεις προσπάθειες να θρέψει την οικογένειά του, τη γυναίκα του και το νεογέννητο παιδί τους. Μια οικογένεια που δεν έχει καμία νομική ή θρησκευτική κύρωση μιας και έχει δημιουργηθεί εκτός γάμου. Η απιστία της αγαπημένης του Μαρίας, σε συνδυασμό με την πλήρη απαξίωσή του από όλον τον κοινωνικό περίγυρο του τον οδηγεί σε πλήρη απώλεια ελέγχου και στην διάπραξη φόνου.

Ο Γκέοργκ Μπύχνερ, με τον Βόυτσεκ, εισήγαγε στο παγκόσμιο θέατρο, τον πρώτο ήρωα προλετάριο, σε ένα θέατρο που πρόσωπα με τέτοια χαρακτηριστικά μέχρι τότε μόνο ως συμπληρωματικές και βοηθητικές φιγούρες χρησιμοποιούνται, υπερτονίζοντας πολλές φορές αποκλειστικά  τα όποια αρνητικά τους ή διακωμωδώντας τους χαρακτήρες τους.  Το έργο δεν είναι ψυχόδραμα ούτε ιστορία ερωτικής απογοήτευσης, είναι ξεκάθαρα πολιτικό και βαθιά ταξικό. Ο Βόυτσεκ είναι ο άνθρωπος της εποχής του, φτωχός, κυνηγημένος, απορημένος για την κοινωνία του. Ιδρώνει να κερδίζει τα προς το ζειν, εισπράττει περιφρόνηση και απαξίωση, απορεί για όλα αυτά που συμβαίνουν.  Απορεί και δεν καταλαβαίνει. Υφίσταται την αδικία, αλλά δεν έχει διαμορφωμένη συνείδηση να αντιταχθεί. Με αποτέλεσμα., όταν νοιώσει προδομένος, από την ίδια του τη γυναίκα, να κατευθύνει την οργή και το θυμό του για ολόκληρο το βίο του σε λάθος κατεύθυνση και να εξισωθεί σε κοινό φονιά. Ο Βόυτσεκ, θα μετατραπεί σε σύμβολο της δυναμικής των προλεταρίων, μιας δυναμικής που με την δημιουργία ταξικής συνείδησης μερικά χρόνια μετά θα οδηγήσει στην Οκτωβριανή επανάσταση και ο Μπρύχνερ θέτει τις βάσεις ενός θεάτρου που θα ανθίσει αργότερα και θα γίνει θεμέλιο της τέχνης σπουδαίων θεατρανθρώπων όπως ο Μπέρτολντ Μπρεχτ.

Ο Κώστας Παπακωνσταντίνου, σκηνοθέτης με έντονο κοινωνικό πρόσημο τόσο στις επιλογές των έργων του, όσο και στον τρόπο με τον οποίο διαλέγεται από σκηνής με το κοινό του, δημιουργεί στην σκηνή του Σημείου, όχι απλά μια θεατρική παράσταση, αλλά ένα κοινωνικό ντοκουμέντο της εποχής, κλείνοντας πονηρά το μάτι στο σήμερα.

Ο στόχος του Παπακωνσταντίνου είναι εμφανής : να ακουστεί το κείμενο του συγγραφέα, ένα κείμενο αποτελούμενο από διάσπαρτες σκηνές (ο Μπύχνερ δεν το ολοκλήρωσε ποτέ), αλλά και επιπλέον να διατρανώσει τα γιατί και τα πως του Μπρύχνερ, να αποτυπώσει το πνεύμα και τους σκοπούς που τον ώθησαν στη συγγραφή αυτού του πρωτοποριακού έργου.

Βασικό στοιχείο της σκηνοθεσίας, είναι ο ρυθμός. Ρυθμός, που δημιουργείται από τα σώματα των ηθοποιών που ακατάπαυστα κινούνται πάνω  και έξω από τη σκηνή, έχοντας έντονη σωματική δραστηριότητα με στοιχεία παντομίμας. Το έργο ρέει,  οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη μέσα σε ατμόσφαιρα που βήμα-βήμα «σκοτεινιάζει» όλο και περισσότερο.

Στο κέντρο της σκηνής, στέκει επιβλητική μια φουτουριστική καρμανιόλα (η Βίκυ Πάντζιου έχει κάνει μια εξαιρετική δουλειά), αυτή που θα γίνει η τιμωρία του ήρωα, η οποία όλο και κατεβαίνει πιο απειλητική. Από εκεί αιωρούνται, σαν σε κρεμάλες και όλα τα σκηνικά αντικείμενα. Στην ίδια γλώσσα και τα κοστούμια της: με αναφορές στον «μελλοντικό» Βόυτσεκ, καταδεικνύουν με την ομοιομορφία τη στρατιωτική πειθαρχία της ζωής του ήρωα. Ακόμα και το λογότυπο της παράστασης , που δεσπόζει και επί σκηνής στα πειράματα του γιατρού, παραπέμπει στον Βόυτσεκ του μέλλοντος (τον σύγχρονο πλέον για εμάς) με αναφορά στο λογότυπο γνωστής φαρμακευτικής πολυεθνικής.

Ο Βόυτσεκ του Δημοσθένη Ξυλαρδιστού, έχει ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του όλη την απορία και την απόγνωση. Απαλλαγμένος από φλύαρα εκφραστικά μέσα,  μέσα από επικεντρωμένη και καίρια ερμηνευτική λιτότητα, υψώνει την αγαθή προαίρεση του πανταχόθεν βαλόμενου Βόυτσεκ, και την πορεία του προς την τρέλα που καταλαμβάνει τον ανυπεράσπιστο.

Στο ίδιο μήκος κύματος και οι υπόλοιποι ηθοποιοί που τον πλαισιώνουν, κάνοντας εμφανή την ομαδικότητα, μέσα από την οποία αναπτύσσεται η παράσταση: από τα ιντερλούδια ανάμεσα στις σκηνές, όπου κινούνται όλοι μαζί σαν γροθιά, μέχρι τις προσωπικές σκηνικές στιγμές του καθενός όπου πλαισιώνεται από τους υπόλοιπους, αναπτύσσουν μια ιδιαίτερη χημεία, που καθορίζει τελικά την ίδια τη σκηνική τους παρουσία.

Ο Ελισσαίος Βλάχος, λοχαγός με κωμικές πινελιές, η Αγγελική Μαρίνου – η θαμπωμένη από τα εφήμερα  πλούτη Μαρία που προδίδει την αγάπη (κάπως έτσι δε λειτουργεί και ο καταναλωτισμός σήμερα;), o αεικίνητος Φοίβος Συμεωνίδης– ως γιατρός, ο ίδιος ο Κώστας Παπακωνσταντίνου ως αρχιτυμπανιστής και πειρασμός για τη Μαρία, η Βασιλική Σουρρή, συνδρομητική και παρούσα, όλοι σε ένα αρμονικό δέσιμο αποτύπωσης μιας ολόκληρης κοινωνίας.

Η πρωτότυπη μουσική και τα τραγούδια του Βασίλη Κουτσιλιέρη προσθέτουν ένταση και ζωντάνια, ενώ τα φώτα του Γιώργου Αγιαννίτη, ζωγραφίζουν σκηνικά τις ατμόσφαιρες

«Και στο ύπνο μας ακόμα, ιδρώτας για μας τους φτωχούς», λέει αυθόρμητα ο Βόυτσεκ χαϊδεύοντας τον κοιμισμένο γιό του. Και σε αυτήν, την απλή ανυποψίαστη φράση, τη βγαλμένη όμως από τα έγκατα της ψυχής του ήρωα, βρίσκεται η ουσία του έργου, που το συνοδεύει ακόμα, μέχρι τις μέρες μας. Και αυτό έρχεται να αναδείξει ο Κώστας Παπακωνσταντίνου, ανταποκρινόμενος στους συμβολισμούς και τις αλληγορίες του: ένα σύγχρονο θέατρο-πολιτική πράξη, με πίστη και αγάπη για μια δικαιότερη και πιο ανθρώπινη κοινωνία. Για όσα πρέσβευε ο ίδιος ο Μπύχνερ και που παραμένουν εν πολλοίς αδικαίωτα παρά «την πρόοδο του ανθρώπινου πολιτισμού» που ακόμα –δυστυχώς- πιθηκίζει.

υγ. Την παράσταση συνοδεύει ένα άκρως κατατοπιστικό πρόγραμμα τόσο για τον συγγραφέα, όσο και για το ίδιο το έργο, ενώ περιέχει και μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση του μεταφραστή Αλέξιου Μάινα με τον Χάρη Ψαρρά, λέκτορα Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Σάουθάμπτον. Μην το προσπεράσετε…

φωτογραφίες: Νίκος Βαρδακαστάνης

Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ