Κριτική / «Αποκάλυψη» από τον Θάνο Παπακωνσταντίνου στην Στέγη: Αρτιότητα, Δέος και πολλά ερωτηματικά…

Η «Αποκάλυψη» γράφτηκε στις απαρχές του Χριστιανισμού, όταν η νέα θρησκεία βρισκόταν στα σπάργανα, με την αγωνία της διάδοσης και της εξάπλωσης, και σε καθεστώς διωγμού από το Ρωμαϊκό κατεστημένο. Ο ίδιος ο Ιωάννης ήταν εξόριστος από τη Ρώμη στην Πάτμο. Ήταν λοιπόν απολύτως λογική και θα έλεγε κανείς και επιβεβλημένη η συγγραφή ενός τέτοιου «Αποκαλυπτικού» κειμένου. Γιατί η γενική και αόριστη υπόσχεση της Βασιλείας των Ουρανών, όπου η διδασκαλία της νέας θρησκείας περιοριζόταν,  έπρεπε να αρχίζει να παίρνει σχήμα και μορφή πιά. Έπρεπε να «αποκαλυφθεί» τόσο στους μέχρι τότε οπαδούς και πολύ περισσότερο στους εν δυνάμει. Γι αυτό και η Αποκάλυψη (πέρα των όποιων ερμηνειών αποδώσει κανείς στο περιεχόμενό της από οποιαδήποτε αφετηρία πίστης, σκεπτικισμού ή αμφισβήτησης) παραμένει ένα στρατευμένο κείμενο που υπηρετεί συγκεκριμένους σκοπούς και μάλιστα της πολύ συγκεκριμένης χρονικής περιόδου που γράφτηκε. Αποτελεί κατά κάποιο τρόπο, το ιδεολογικό μανιφέστο των διωκόμενων Χριστιανών της εποχής, όπου μάλιστα μπορεί να διακρίνει κανείς ότι το «Αγαπάτε αλλήλους» παραγκωνίζεται, για να δώσει τη θέση του σε μια γλώσσα σκληρή, επιθετική και θα τολμούσε να πει κάποιος απαλλαγμένος από θρησκευτική ιδεοληψία, ιδιαιτέρως εκδικητική. Δεν είναι ένα κείμενο Αγάπης, είναι γέννημα Οργής.

Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου, βούτηξε στα βαθιά (και φουρτουνιασμένα) νερά αυτού του πολύ ειδικού κειμένου, το οποίο πέρα από τη δυσκολία της ερμηνείας του και του σκηνικού αποσυμβολισμού του, είχε να αναμετρηθεί με το βάρος και την αξία που φέρει μέσα στη συνείδηση εκατομμυρίων ανθρώπων.

Με εντυπωσιακή σκηνική λιτότητα, απάλλαξε την παράσταση από την ενδεχόμενη (και οπωσδήποτε γραφική) ρεαλιστική απεικόνιση των Σφραγίδων, των Θηρίων , του Θεού, του Εωσφόρου κλπ, μεταφέροντας στη σκηνή  αποκλειστικά την ατμόσφαιρα του Δέους, με πρωταγωνιστές απλούς Ανθρώπους της Εποχής.  Χωρίζει τη σκηνή σε δύο μέρη: στο ένα οι Βιβλικοί άνθρωποι ερμηνεύουν το κείμενο, στο άλλο μέρος και πίσω από ένα πλέγμα αποτυπώνει στιγμές από την Παγκόσμια Ιστορία. Με βασικό πρωταγωνιστή τα φώτα και με μοναδικά σκηνικά αντικείμενα έναν ξύλινο πάσσαλο και ένα γιγάντιο κρανίο

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η παράσταση ξεκινάει μέσα στη σιωπή. Σιωπή παντού με το μικρό αγόρι να εμφανίζεται διαβάζοντας σιωπηλά την Αγία Γραφή, σκηνή που θα την ξαναδούμε στα σποραδικά ιντερμέδια της αναπαράστασης ιστορικών στιγμών. Πρωταγωνιστές δεν υπάρχουν, όλοι οι ηθοποιοί λειτουργούν σαν ένα σώμα επί σκηνής, με τον αυθεντικό Λόγο του κειμένου να επιβάλλεται σε όλη την διάρκεια και έκταση.  Υπάρχει  μια αδιόρατη ερμηνευτική σκυτάλη που ο ένας ηθοποιός παραδίνει στον άλλο, σε έναν ρυθμισμένο με ακρίβεια αγώνα λόγου. Όλοι γίνονται αφηγητές, όλοι διώκτες, όλοι μάρτυρες, όλοι εκλεκτοί του Θεού, όλοι τιμωροί και όλοι τιμωρημένοι.  Με τα χέρια, σχεδόν πάντα απλωμένα στο πρώτο μέρος της παράστασης, σε επίκληση ή σε καταγγελία, σε προσευχή ή αγανάκτηση, σε υποταγή και παράδοση, για να επωμιστούν τον κορμό (σαν πολύτιμο λατρευτικό αντικείμενο, σαν φετίχ ή τοτέμ) που θα μπορούσε να είναι μέρος του Σταυρού που κουβάλησε και μαρτύρησε ο Χριστός. Κορμός που θα ενωθεί με το έτερο σκηνικό αντικείμενο, το κρανίο τράγου (;) με τα επτά κέρατα, σε μια συμβολική πιθανότατα ένωση του Καλού και του Κακού, για να δημιουργηθεί έτσι ένας πολιορκητικός Κριός που θα σπάσει το πλέγμα της ιστορίας, για να συναντηθεί μαζί της.

Η παράσταση είναι η αλήθεια, μάγεψε. Εικαστικά, αναδείχθηκε σε μια τεράστια έκθεση κλασικής ζωγραφικής. Πέρα από τις ακίνητες αποδώσεις της ιστορίας, η ίδια η κίνηση των ηθοποιών, χαρακτηριζόταν από εμβόλιμες στατικές αναπαραστάσεις. Η μουσική χτιζόταν και αυτή σταδιακά, περνώντας από την απόλυτη σιωπή, στον αυτοτελές αργό ρυθμό του τυμπάνου, έως το κρεσέντο ατονικών ήχων. Τα σπουδαία φώτα υποβάλλουν το αρμόζον Δέος, και η κατάνυξη (όχι απαραίτητα η θρησκευτική) είναι το κυρίαρχο συναίσθημα που αγκαλιάζει το κοινό.  Το αποτέλεσμα είναι η Έκσταση και ο Θαυμασμός.

Και θα μιλούσαμε πραγματικά για την παράσταση της χρονιάς, εάν δεν υπήρχε, αυτό το μεγάλο, το θεόρατο ερωτηματικό που γέννησε η ίδια η παράσταση: Σε εκείνες τις θαμπές πίσω από το πλέγμα αναπαραστάσεις της ιστορίας ψάχνεις να βρεις τον συνδετικό κρίκο τους, και δεν τον βρίσκεις. Ψάχνεις να βρεις τι αλήθεια μπορεί να συνδέει την Αμερικανική, τη Γαλλική και την Οκτωβριανή επανάσταση (στιγμές που η Ανθρωπότητα έκανε βήματα μπροστά), με τον Φασισμό ή τον Χιλιασμό, ψάχνεις να βρεις την οπτική με την οποία επέλεξε ο σκηνοθέτης να τις παρουσιάσει: Για να καταγγείλει συλλήβδην τους πολέμους και τον αλληλοσπαραγμό; (αδιαφορώντας για το κοινωνικό προτσές, και τη σημασία των επαναστάσεων;), για να τις αναδείξει σε κορυφαίες στιγμές του Ανθρώπου; Για να αποτυπώσει την αέναη μάχη Καλού-Κακού, χωρίς όμως να αποσαφηνίζει ποιο είναι το Καλό και ποιο το Κακό;  Και έχει ή όχι σημασία, η σειρά με την οποία επέλεξε να τα παρουσιάσει (η οποία δεν ήταν χρονολογική), δημιουργώντας επικίνδυνους συνειρμούς και ισοπεδώσεις τοποθετώντας τη σβάστικα των Ναζί, μετά το σφυροδρέπανο της Οκτωβριανής Επανάστασης, στην λογική ίσως «των δύο άκρων»;

Ακόμα και το εντυπωσιακό φινάλε, εκεί που ο πολιορκητικός Κριός της Βίβλου σε συνεργεία με την αντανάκλαση του πίσω από το πλέγμα του πολιορκητικού Κριού της Ιστορίας, σπάνε, υπερβαίνουν το φράγμα και οι Πύλες υψώνονται και ανοίγουν ώστε όλοι μαζί να ενωθούν στην Παιδική Χαρά της Υφηλίου., γεννιούνται ερωτήματα για αυτό το «τσουβάλιασμα» ανθρώπων, ιδεών, αντιλήψεων όπου πχ ο κομμουνιστής κάνει κούνια ευτυχισμένος  αγκαλιά με τον φασίστα.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ή μήπως τελικά όλα αυτά είναι ειρωνικά;

Η παράσταση τελειώνει, ακριβώς όπως άρχισε. Με τη σιωπή. Με το αγόρι που διαβάζει σιωπηλά. Με την ερημιά της κλειστής από το παραπέτασμα σκηνής. Με τη σιγή της ορχήστρας. Με μια αίσθηση ότι το «The sound of silence» των Simon and Garfunkel ήταν όχι απλά επιρροή αλλά οδηγός του όλου εγχειρήματος. Και με μια μεγάλη απορία για τη σαφήνεια και καθαρότητα στόχων και προθέσεων…

Πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ