Κριτική: Όφις και Κρίνο / Πόσο κοντά είναι ο έρωτας με τον θάνατο;

«Έχω πυρετό. Υποφέρω. Εδώ, εδώ στα στήθια. Νοιώθω μια φλόγα να τρέχει και να χοχλάζει στις φλέβες μου. Μου φαίνεται πως αν ανοίξω μιαν αρτηρία μου κι αφήσω να τρέξει λίγο αίμα, θα ησυχάσω… »

Πόσο κοντά είναι ο έρωτας με τον θάνατο; Αγγίζονται; ή απλά στέκουν ο ένας απέναντι από τον άλλον περιμένοντας ποιος θα νικήσει πρώτος; Ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε το μυθιστόρημα Όφις και Κρίνο σε ηλικία 23 ετών. Ήταν η πρώτη του, επίσημη, λογοτεχνική κατάθεση και μάλιστα δεν το προσυπέγραψε, αλλά προτίμησε το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή. Όταν πολύ αργότερα ερωτήθηκε τον λόγο που δεν έβαλε το όνομα του εκείνος το μόνο που είπε είναι πως δεν θυμάται καν τον λόγο. Στο έργο παρακολουθούμε ένα χρονικό. Την καταγραφή των σκέψεων και των επιθυμιών του συγγραφέα για την Ιρλανδέζα καθηγήτρια Αγγλικών, που του έκανε μάθημα όντας έφηβος, την Kathleen Forde. Το πρόσωπο ήταν υπαρκτό, αυτό που δεν επιβεβαίωσε ποτέ ο συγγραφέας είναι αν η σχέση τους ήταν πραγματική ή απλά, ένας ατελέσφορος έρωτας από αυτούς που ζούνε μέσα μας και είναι τόσο δυνατοί που, τελικά, η όποια γνησιότητα τους δεν έχει καμία σημασία. Άλλοι λένε πως υπήρξαν στα αλήθεια ζευγάρι, γιατί πως αλλιώς θα έγραφε ο συγγραφέας αυτό το βιβλίο, άλλοι πάλι υποστηρίζουν πως επειδή ακριβώς ο συγγραφέας έγραψε αυτό το κείμενο δεν μπορεί αυτός ο έρωτας να υπήρξε. Το τι ισχύει προσωπικά θεωρώ ότι έχει ελάχιστη σημασία. Όταν εγώ διάβασα πρώτη φορά το έργο πίστευα ότι ίσχυε, όταν το διάβασα ξανά μετά από χρόνια παρακαλούσα να μην ίσχυε και να ήταν ένας ακόμα ανεκπλήρωτος έρωτας. Γιατί όλη αυτή η εισαγωγή για το βιβλίο;

Όταν ο Χρήστος Θάνος αποφάσισε να ανεβάσει αυτό το έργο πήρε ένα μεγάλο ρίσκο. Δεν είμαι σίγουρη ή μάλλον δεν ήμουν σίγουρη πριν δω την παράσταση ότι μπορεί να μεταφερθεί στο θεατρικό σανίδι και πόσω μάλλον να μεταφερθεί όλο το αδιέξοδο πάθος και η λαγνεία ενός έρωτα στα όρια, ίσως, ακόμα και του φετιχισμού και να παραχθεί θεατρική πράξη. Αφενός είχε να κάνει με ένα κείμενο σε μορφή ημερολογίου και αφετέρου να «αντιμετωπίσει» την ιδιαίτερη γραφή του Καζαντζάκη. Ακόμα, βαθμό δυσκολίας ήταν ποια ηθοποιό θα διάλεγε που θα μπορούσε να σταθεί απέναντι σε αυτό το κείμενο χωρίς να την καταπιεί. Κι όμως, τόσο η σκηνοθεσία όσο και το ερμηνευτικό κομμάτι – και του ίδιου και της Ηρώς Μπέζου- τον δικαίωσε. Διαλέγοντας αποσπάσματα από το αρχικό κείμενο και με μια δραματοποίηση που του επέτρεψε να αναδείξει όλο το ανέφικτο και πανικόβλητο συναίσθημα του συγγραφέα, κατάφερε και μας έκανε μέσα σε 70 λεπτά να δούμε τα κόκκινα χείλη της ερωμένης του, τον φόβο της απώλειας, την βιβλική, αιώνια μάχη που μέσα από τον απόλυτο έρωτα εξισώνει τον άνδρα και την γυναίκα. Φυσικά, και ο τίτλος δεν είναι τυχαίος. Ο κρίνος, το φως, ο έρωτας και ο Όφις, το σκοτάδι, ο θάνατος. Ανάμεσα τους οι ρόλοι δεν είναι ευδιάκριτοι στο φύλο. Πολύ σωστά ο σκηνοθέτης δεν επιλέγει πλευρά και δεν περιορίζει την ανάγνωση στο ερμηνευτικό δίπολο άντρα-γυναικά (Μπέζου- Θάνος), αλλά επιλέγει οπτικές.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η Ηρώ Μπέζου είναι πιο κοντά στο φως ενώ εκείνος διαλέγει τον θάνατο. Σε όλη την διάρκεια της παράστασης δεν υπάρχει σωματική επαφή. Πολύ σωστό και το σκηνικό του Γιώργου Λυντζέρη. Δύο παράλληλες δοκοί που πάνω τους κινούνται αντίστοιχα οι ηθοποιοί. Η μικρή επιφάνεια που έχουν να κινηθούν σαν να ακροβατούν στο κενό  εντείνει την κλειστοφοβική επίδραση του κειμένου. Οι φωτισμοί του Κώστα Μπεθάνη υπογραμμίζουν τις συναισθηματικές εξάρσεις του έργου προσδίδοντας κάτι το μεταφυσικό και εδώ να αναφέρουμε ότι ο πολυχώρος Bios ταιριάζει απόλυτα σε αυτήν την παράσταση. Το κείμενο ο Χρήστος Θάνος το μεταφέρει στο πρώτο πρόσωπο επιτυγχάνοντας και την απαραίτητη αμεσότητα που χρειάζεται και την ποιητικότητα του Νίκου Καζαντζάκη. Ο ρυθμός είναι ανάλογος των συναισθημάτων. Ερμηνευτικά ο Θάνος ταιριάζει στο σύμπαν του συγγραφέα και χωρίς υπερβολές και μανιερισμούς βγάζει όλο το προφίλ του ανθρώπου που παραπαίει μεταξύ έρωτα και θανάτου. Η χημεία με την συμπρωταγωνίστρια του είναι εκπληκτική. Είναι φορές που λειτουργούν ως ένα σώμα.

Την Ηρώ Μπέζου έτυχε και την είχα δει πρώτη φορά στις πτυχιακές του Εθνικού Θεάτρου. Την ξαναείδα στο Τρίτο στεφάνι όπου έκανε πολλούς ρόλους, μετά στην Αντιγόνη του Ζαν Ανούιγ και μετά στον χορό του Ορέστη. Σε αυτή την παράσταση ήρθε για άλλη μια φορά και επιβεβαίωσε πόσο καλή ηθοποιός είναι. Αυτό που πρέπει να κάνει είναι δύσκολο και ψυχοφθόρο. Ο λόγος έχει συγκεκριμένο tempo που αν λίγο παρεκκλίνεις μπορεί εύκολα να σε πετάξει έξω. Αυτό ισχύει και για το δραματουργικό κομμάτι. Είναι τέτοια η δύναμη του κειμένου που είναι αδύνατον να μην σε παρασύρει ερμηνευτικά και αυτό είναι και το στοίχημα του συγκεκριμένου ρόλου. Η Μπέζου καταφέρνει να κυριαρχήσει και να μην χάσει στιγμή την αυτοσυγκέντρωση της και όλο αυτό χωρίς να στερήσει τίποτα από την συγκίνηση και το χειμαρρώδη συναίσθημα του χαρακτήρα της. Η φωνή της ξεκάθαρη, στακάτη με όλα όμως τα γυρίσματα που χρωματίζουν την διάλεκτο του Καζαντζάκη. Όμορφη πάνω στη σκηνή έπαιζε με την αθωότητα και την λαγνεία με τρομακτική ευκολία.

Η παράσταση Όφις και Κρίνο είναι μια κραυγή έρωτα και αβάσταχτης επιθυμίας που παίζει επικίνδυνα με την ζωή και τον θάνατο. Ο Χρήστος Θάνος κατάφερε και μετέφερε όλο το υπερβατικό πόθο του Νίκου Καζαντζάκη σεβόμενος το κείμενο χωρίς όμως να περιορίζεται σε μια αφήγηση, αποδεικνύοντας τον θεατρικό υπόβαθρο του μεγάλου συγγραφέα.

Info: Όφις και Κρίνο, Δευτέρα και Τρίτη (έως 14 Απριλίου 2020) στις 21.00 στο Bios (Πειραιώς 84 / 2103425335)

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ