Αφιέρωμα: «Μακμπέθ» από τους Θανάση Δόβρη και Δημήτρη Μυλωνά

Παρακολουθήσαμε δύο θεατρικές παραστάσεις με επίκεντρο το έργο του William Shakespeare «Μακμπέθ», στο «Θέατρο Τέχνης» και το «Από μηχανής» θέατρο, αντίστοιχα. Δύο παραστάσεις τις οποίες σκηνοθετούν από τη μία πλευρά ο Θανάσης Δόβρης και από την άλλη πλευρά ο Δημήτρης Μυλωνάς. Μολονότι και οι δύο σκηνοθέτες μελετούν το έργο στα ιστορικά του όρια, μας παρουσιάζουν ανατρεπτικές και πρωτοποριακές εκδοχές αυτού. 

Ο σκηνοθέτης Θανάσης Δόβρης, εισάγει νεωτεριστικά στοιχεία στην παράσταση διατηρώντας, παράλληλα, πτυχές του ιστορικού χρονικού και την παραδοσιακή αίσθηση της εποχής, δίχως, ωστόσο, να εγκλωβίζεται σε αυτή. Σε ένα λιτό σκηνικό, σχεδόν αφαιρετικό, προσδίδει υπεραξία στα σώματα, τις κινήσεις και τις αλλεπάλληλες μεταβολές θέσεων, προκειμένου να προσδώσει την απαραίτητη, σε έργα τέτοιας εμβρίθειας, ψυχαναλυτική δυναμική. Στον πρωταγωνιστή της παράστασης Μακμπέθ (τον ρόλο υποδύεται ο Θάνος Τοκάκης) επιχειρεί να αναδείξει τις εσωτερικές αντιφάσεις και αντιθέσεις. Όλες τους εκφράζονται, με τον πλέον απόλυτο τρόπο, στην ενέργεια και την εκτόνωση των στιγμών όπως καθρεφτίζονται στον Θάνο Τοκάκη. Μέσα από την ερμηνεία του ο κεντρικός ήρωας, μία ευγενική μορφή που μεταμορφώνεται σε προέκταση της βίας και της εξουσιαστικής ηθικής, μεταφέρει με τρόπο ρεαλιστικό τις συγκρούσεις τις οποίες βιώνει στην εμπειρία του ο Μακμπέθ. Ένας ηθοποιός με ενσυναίσθηση του ρόλου τον οποίο κλήθηκε να υπηρετήσει. Ο Μακμπέθ γέρνει στην πλευρά της ιστορίας που κυριαρχεί η εκδίκηση και ο καθαγιασμός αυτής μέσω του αίματος. Από την κορύφωση της βασιλικής αναγνώρισης/επιβολής έως την παρακμή στον φαντασιακό κόσμο των ψευδαισθήσεων, η απόσταση γεφυρώνεται στην ίδια του τη λογική ως συνέπεια των πράξεών του.

Την σκηνοθετική σκέψη του Θ. Δόβρη, με τις νεωτερικές προσθήκες που προκαλούν την ευθυμία στους θεατές, οφείλουμε να την εκλάβουμε ως συστατικό μίας ανανεωτικής προσέγγισης του λόγου του έργου. Ο τελευταίος χαρακτηρίζεται από σκληρότητα, καθότι μεταφέρει τον προβληματισμό της ανθρώπινης υπόστασης στην πλέον βίαιη ανάγνωσή της. Ο σκηνοθέτης επιχειρεί να διευρύνει τον θεατρικό χώρο πέραν της θεατρικής σκηνής, μετατρέποντας τους θεατές σε συμμέτοχους μίας συλλογικής προβληματικής. Επί της ουσίας ο χρόνος καταργείται και η ιστορία διοχετεύεται σε πλήθος εναλλακτικών προσλήψεων. Το παρελθόν και το παρόν μετασχηματίζουν τις μεταξύ τους αποστάσεις σε μία ενιαία ολότητα δίχως αφετηρία. Σε κάθε σημείο αυτής ηθοποιοί και θεατές αλληλοεπιδρούν μέσα από την εκμηδένιση του υποκειμένου, με στόχο την αναγέννησή του στην κολυμβήθρα της εσωτερικής και εξωτερικής κάθαρσης.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η Λαίδη Μακμπέθ (την υποδύεται η Εύη Σαουλίδου) μετατρέπεται στην προσωπική θέαση της μοίρας ως της εξελικτικής πορείας μίας ολικής υπονόμευσης του ατόμου. Χειριστική και εσωστρεφής καταλήγει να αυτό-υπονομευτεί ως τιμωρία στις πτυχές της συνείδησης στις οποίες εισάγεται, σε μία κατάσταση άνευ λογικού υποκατάστατου. Η Εύη Σαουλίδου δίνει περιεχόμενο και ταυτότητα στην ερμηνεία. Με τον αυστηρό χαρακτήρα τον οποίο υποδύεται ως αναγκαιότητα προκειμένου να καθοδηγήσει τις πράξεις του Μακμπέθ και παράλληλα να μην επιτρέψει στον τελευταίο να βυθιστεί στις ενοχές και τους φόβους του μέλλοντος χρόνου, καταφέρνει να απομαγεύσει τον ιστορικό χρόνο του έργου και να τον μετατρέψει σε ψυχαναλυτικής ερμηνείας απόκριση. Πράγματι, τα λόγια, οι ενέργειας και οι σημασιοδοτήσεις της παρουσίας της στο πλευρό του βασιλιά, μέσα από την θεατρική παρουσία, μεστής επαγγελματισμού, της Ε. Σαουλίδου, η Λαίδη Μακμπέθ αποκτά δεικτική εμφάνιση και ρόλο. Το «τέλος» της σηματοδοτεί την αρχέγονη αιτία του σκότους της ανθρώπινης ύπαρξης.  Το λιτό σκηνικό που επέλεξε ο Θάνος Δόβρης εξασφάλισε αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα. Τα σώματα των ηθοποιών να μεταστρέψουν τους ρόλους σε μία βιωμένη, εν ενεργεία, πραγματικότητα για τους θεατές.

Από την άλλη πλευρά, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μυλωνάς, μολονότι δεν παραγνωρίζει τις βασικές συντεταγμένες του έργου, ωστόσο, ανατρέπει την ιεραρχία των προσώπων και των πρωταγωνιστών αυτού. Η Λαίδη Μάκμπεθ με την αποφασιστικότητα του χαρακτήρα και της παρουσίας της μετατρέπεται αφ’ ης στιγμής στον κύριο παράγοντα των μετέπειτα μεταβολών και συνεπειών. Αυτή ακριβώς είναι η καινοτομία. Δεν είναι απλώς η διαστροφική γυναίκα με την βαθύτερη επιθυμία για εξουσία που μεταχειρίζεται τον Μάκμπεθ εργαλειοποιώντας την αβουλία του. Είναι ο ίδιος ο πόθος προσωποποιημένος στην ατολμία της σκέψης του ανδρός της. Με άλλα λόγια, ο σκηνοθέτης της παράστασης Δημήτρης Μυλωνάς πέτυχε μία αντιστροφή των ρόλων όσον αφορά την αξιακή σχέση ισορροπίας μεταξύ των προσώπων, δίχως να υπονομεύσει τη φυσική ροή του κειμένου.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ψυχαναλυτική ερμηνεία της Άννας Ελεφάντη, με τις εκρήξεις και τις απότομες ανατροπές στην συμπεριφορά, είναι καθηλωτικές. Στη βάση αυτή το σαιξπηρικό νόημα του κύκλου της βίας αποκτά νέα υπόσταση. Διότι, η ταυτότητα την οποία επεξεργάζεται η Λαίδη Μάκμπεθ στις αντιστοιχίες των πράξεων του συζύγου της μεταφράζεται ως η δομή της φύσης των πραγμάτων. Η τελευταία αναγνωρίζεται στην μεσολάβηση της βίας ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Και η βούληση για ζωή ταυτίζεται, ως συνέπεια, με την απώλεια του θανάτου. Το σώμα και στους δύο πρωταγωνιστές (Μάκμπεθ και Λαίδη Μάκμπεθ) λειτουργεί ως εικόνα καθαρτηρίου, ψυχικού και συνειδησιακού. Η κάθαρση του σώματος και δη των χεριών από το αίμα (όπως και οι ψευδαισθήσεις των σωμάτων που επανέρχονται ως ενοχή στην σκέψη τους) ομοιάζει ολοένα περισσότερο με την αναζήτηση διεξόδου στην ηθική απομάγευση της υποκειμενικότητάς τους. Ο σωματικός πόνος καθρεφτίζει την ψυχική αποστροφή για το ανοσιούργημα της πράξης και δεσμεύει τους ήρωες σε έναν μονότονο κύκλο σταδιακής εκμηδένισης.

Ο Γιάννης Νταλιάνης (ως Μάκμπεθ) χειρίζεται το ρόλο με μαεστρία. Δεν του προσδίδει εξάρσεις, αλλά προσθέτει ρυθμικότητα στην αφήγηση του κειμένου. Ορίζει, με τη σκηνική του παρουσία, την επιβλητικότητα του αθέατου κόσμου της σκέψης και της συνείδησης. Αφήνεται στις εντολές της μοίρας (βλ. περί βασιλείας) ενώ ταυτόχρονα αναζητά λύση εξ ενός αδιεξόδου. Κινείται μεταξύ φωτός και σκότους (έξυπνος και ευρηματικός, εκ μέρους του σκηνοθέτη Δ. Μυλωνά, ο τρόπος χρήσης των σκιών και του ομιχλώδες τοπίου) διαμορφώνοντας τους όρους της αλήθειας και του ψέματος, αντίστοιχα. Η μετάβαση από τον ένα χώρο στον άλλο γεφυρώνεται μέσα από το λόγο, προτού αποκτήσει σάρκα και οστά στις πράξεις.

Και στις δύο παραστάσεις ο φόνος καθίσταται στοιχείο εργαλειοποίησης της ανθρώπινης υπόστασης. Η μοίρα ταυτίζεται με την ολική δέσμευση του δρώντος υποκειμένου και καθορίζει τις επιλογές στο διάβα της ζωής του. Ο πόθος και, ταυτόχρονα, η αλαζονεία της εξουσίας αναδεικνύει τους περιορισμούς και τα πλαίσια αναφοράς του ήρωα στις αλλεπάλληλες εκκλήσεις του για μηδένιση της ιστορίας και άγνοιας των πράξεών του. Σε αυτή την κατεύθυνση, η Λαίδη Μακμπέθ, ως βασίλισσα πλέον, διαμορφώνει μία ομαδοποίηση εξαναγκασμών και προτροπών με μοναδικό στόχο την θωράκιση της επιβίωσης σε έναν κόσμο που ισορροπεί στιγμιαία ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Οι προεκτάσεις αυτής της πραγματικότητας τείνουν να καταργήσουν τις διαιρετές επιφάνειες και τις διακριτές διαφοροποιήσεις μεταξύ του «καλού» και του «κακού», του φόβου και της βούλησης, της συνείδησης και της υπέρβασης αυτής. Το έγκλημα δεν διαπράττεται ως προμετωπίδα φυσικού δικαίου, αλλά, αντίθετα, μη εστιάζοντας στις αιτίες που το προκαλούν επενδύει στον άνθρωπο, ως το μόνο γνώμονα κοινωνικής αλήθειας.

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.