Γιάννης Φιλιππίδης: «Η ελπίδα είναι το πρώτο προβαλλόμενο συναίσθημα»

Ο Γιάννης Φιλιππίδης μέσα από την λογοτεχνική ματιά και την κοινωνική του προσέγγιση μας συστήνει το βιβλίο του «Έχει λιακάδα σήμερα» που κυκλοφορεί απο την Άνεμος Εκδότική. Το βιβλίο αυτό γραμμένο για μια άλλη εποχή πάντα όμως συνυφασμένο με την σημερινή αποδίδει τον δυναμισμό δύο γυναικών που προσπαθούν να χειραφετηθούν και “να κερδίσουν την ίδια την ζωή” όπως τονίζει και ο συγγραφέας. Είναι, λοιπόν, το μήνυμα που θέλει να περάσει σε όλους μας καθώς πάντα προσπαθεί μέσα από τα βιβλία του να μας κάνει να αναλογιστούμε και να παραδειγματιστούμε όπως και καταφέρνει.

Κύριε Φιλιππίδη, είχατε ονειρευτεί από την νεαρή σας ηλικία να ασχοληθείτε με την συγγραφή βιβλίων; Για να πω την πλέρια αλήθεια, πρέπει να ’μουν ένα παράξενο παιδί. Πριν καν πάω στο σχολείο έγραφα κάτι κολλυβογράμματα σε τετράδια, μιμούμενος πως γράφω κείμενα! Μόλις έμαθα να διαβάζω άρχισα να ξεψαχνίζω Τύπο και περιοδικά κι εφημερίδες της εποχής που ’τανε σε μια ιδανική άνθιση, ταυτόχρονα ξεκίνησα να διαβάζω βιβλία. Μολονότι καλός μαθητής, ήμουν απείθαρχος στο να στρωθώ στα σχολικά, μου φαίνονταν φτωχά, παιδιάστικα πολύ. Στην πρώτη μας έκθεση στο σχολείο, η δασκάλα φώναξε την μητέρα μου για να την ενημερώσει πως το παιδί της έγραψε ως πρώτη έκθεση, ένα κείμενο τρεισήμισι σελίδων με κάτι λανθασμένες δασείες μονάχα, που βέβαια είχε πάρει άριστα. Έτσι, η αείμνηστη μάνα μου, μερίμνησε στο να πραγματοποιήσει την επιθυμία μου να αποκτήσω μια απλή μηχανική γραφομηχανή, είχα βλέπετε προλάβει ν’ αποκτήσω μια σχέση με τη γλώσσα, εικαστική θα έλεγε κανείς. Σε κείνα τα πρώτα πλήκτρα της ζωής μου κι αρνούμενος να μάθω τυφλό σύστημα, δεν αντέγραφα κείμενα από έντυπα, έπληττα. Έτσι, αφέθηκα στο να αρχίσω να γράφω τις δικές μου ιστορίες, χωρίς καμιά συνείδηση στην αρχή, πως αυτά που γράφω εγώ μαθαίνοντας να γράφω με ταχύτητα, αφορούν ή θα μπορούσαν να διαβαστούν κι από άλλους. Στα δεκαεπτά μου ολοκλήρωσα ένα μυθιστόρημα, που λογικά δε θα εκδοθεί ποτέ κι αυτό, όχι γιατί ήτανε κακογραμμένο, αλλά γιατί μοιάζει πολύ με μένα. Και το μυστικό του να γράψεις ένα καλό μυθιστόρημα, είναι να ξεφύγεις από τον εαυτό σου, να μπεις ολοκληρωτικά στο παιχνίδι, άσχετα αν μέσω των ηρώων επιστρέφεις και συχνά αναμετριέσαι με τα δικά σου συναισθήματα. Θέλησα και σπούδασα την προσέγγιση της ανθρώπινης ψυχής, μαθαίνοντας και παίζοντας για χρόνια στο θέατρο. Το θέατρο όμως και οι περίπλοκες δυσκολίες του, οι συνθήκες εργασίας και ρεπερτορίου με φέραν, στο ηλεκτρονικό πια πληκτρολόγιο στα 27 μου. Για τρία χρόνια έγραφα δουλεύοντας παράλληλα στο θέατρο, δηλαδή, ο ελεύθερος χρόνος ήταν πολύς. Δυσκολεύτηκα πολύ στο πρώτο αυτό βιβλίο, δε γνώριζα τους συναισθηματικούς κινδύνους που μπορεί να βάλλουν έναν συγγραφέα. Γράφοντας και ταυτόχρονα κλαίγοντας ή γελώντας ολοκληρώθηκε εκείνο το δοκιμαστικό βιβλίο, που κυκλοφόρησε κι αφού ευτύχησε να γίνει μπεστ σέλερ σε δυο εκδοτικούς οίκους, πέρασε σε πλατφόρμα κυριακάτικης εφημερίδας και μπήκε σε πενήντα χιλιάδες επιπλέον νοικοκυριά. Η δειλία μου είναι έκδηλη, μιας κι έκανε 4 χρόνια. Δε βιαζόμουν. Ήθελα έναν εκδοτικό οίκο να το αγαπήσει. Και κάποτε, βρέθηκε!

Πώς νιώσατε όταν εκδόθηκε το πρώτο σας βιβλίο; Αξίζει να πω, ίσως και ν’ ακούγεται ματαιόδοξο ή ό,τι άλλο, αλλά όταν τέλειωσε η συγγραφή του, ένιωσα περήφανος σε σχέση με όσα άλλα δύσκολα είχα παλέψει σε άλλες δουλειές ως τότε. Όταν το ’πιασα τυπωμένο, ήταν και δική μου επιλογή ο πίνακας του εξωφύλλου, αισθάνθηκα πως η πρώτη  –αγιογραφία χρόνια τώρα για τους περισσότερους αναγνώστες του βιβλίου αυτού– γοητευτική, διεκδικητική ηρωίδα μου δικαιωνόταν γιατί η μυθιστορία της θα διαβαζόταν πια από τρίτους. Η αγωνία μου τεράστια, αλλά οι δυναμικές πωλήσεις χιλιάδων αντιτύπων –μιλάμε για το 2006– με έφερε απέναντι σε μια επιτυχία, που χρειάστηκα χρόνο για να τη διαχειριστώ. Οι γνώμες των ανθρώπων, αντιφατικές για όμοια θέματα, με παραξένευαν. Μετά έμαθα, πως καθένας από μας, απορροφά δικά του πράγματα από την ανάγνωση ενός βιβλίου. Κι αφέθηκα στη συγγραφή του δεύτερού μου μυθιστορήματος, που ειρήσθω εν παρόδω είχε κιόλας ξεκινήσει.

Προσπαθείτε πάντοτε στα βιβλία σας να περνάτε κάποια μηνύματα; Πάντοτε, διαχειρίζομαι πια την υπέρβαση της συγγραφής πολύ πιο έμπειρος ασχολούμενος και ζώντας έστω και φτωχά απ’ αυτή την απασχόληση. Έχοντας κινδυνέψει και περπατώντας μια διαδρομή που με κουράζει πολύ, πιστέψτε με, προσπαθώ κι όπως κρίνω από τις κριτικές που ανά καιρούς δημοσιεύονται, πως αυτό που νιώθω γράφοντας ακόμα και δραματικές σκηνές σε μυθιστορήματα πως η ψυχή μου είναι προσανατολισμένη στο φως. Θέλω κάθε φορά, μετά τη συγγραφή εγώ και μετά ο αναγνώστης, να επιστρέφουμε στη ζωή καλύτεροι, εκτιμώντας αυτά που έχουμε, όχι αυτά που χάνονται.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Γιατί σε πολλά βιβλία σας καταπιάνεστε με θέματα κοινωνικά; Σπούδασα από άξιους δασκάλους, την προσέγγιση στην ανθρώπινη ψυχή, πως γίνεσαι ένα ολοστρόγγυλο μηδενικό στην σκηνή μιας αίθουσας πρόβας, όπου όλοι οι συμμαθητές είναι οι θεατές σου. Διδάχτηκα να κλέβω τον σφυγμό, τα ίδια τα ψυχοσωματικά χαρακτηριστικά κάθε ρόλου. Όταν λοιπόν άρχισα να σκιτσάρω εγώ τους χαρακτήρες, με τις ψυχές τους μπορούσα ν’ ασχοληθώ, εκεί ήταν το πλεονέκτημά μου. Ανασυστήνοντας την ζωή στους άλλους μέσα από ένα μυθιστόρημα γεμάτο ετερόκλιτους συχνά ήρωες, βγάζεις στη φόρα συναισθήματα δικά σου και του αναγνώστη. Θεωρώ πως είναι για άλλους, η συγγραφή περιγραφικών βιβλίων, που βρίθουν γεγονότων και συμβάντων χωρίς να εμβαθύνουν συναισθηματικά, αλλά μένουν στην επιφάνεια της ζωής, δεν έχουν να προσφέρουν κάτι, ούτε σε μένα, ούτε στους φίλους.

Στο μυθιστόρημά σας «Είχε λιακάδα σήμερα» βλέπουμε δύο δυναμικές γυναίκες οι οποίες ξεφεύγουν από την ευκολία και την τακτοποιημένη ζωή τους και προσπαθούν να ζήσουν ελεύθερα. Πιστεύετε ότι θα ταυτιστούν αρκετές γυναίκες με αυτή την πλοκή έργου ή ακόμα καλύτερα θα παραδειγματιστούν; Σε δύο σκέλη πρέπει να χωρίσω την απάντηση. Από το τέλος Μάρτη που κυκλοφόρησε ευρέως το βιβλίο στις μεγαλύτερες ηλικίες ήταν συγκινητικές οι περιγραφές, είχα μάλλον διερευνήσει σωστά το πνεύμα, τα ήθη και το άρωμα ή το χρώμα της εποχής. Οι νεότερες ηλικίες μου ’γραψαν γνώμες αγαπησιάρικες, από μια συντηρητική και ταυτόχρονα, καθυποταγμένη από μια δικτατορία, αλλά  ταυτόχρονα ήταν και εποχή επαναστατικών ιδεών και νεανικών ρευμάτων. Αυτό οι νεότερες, τον συντηρητισμό, τη σκοτεινιά εκείνων των δεκαετιών, δεν τον έχουν ζήσει κι όμως, αντιλαμβάνονται πολλά μέσα από μια ειδική κοινωνική, πολιτισμική έρευνα, που πάνω απ’ όλα αναζητούσε τα ήθη των ανθρώπων. Κύριος σκοπός μου, ήτανε να καταδείξω το γεγονός ότι, υπήρχαν γυναίκες –κι όχι μόνο– που χειραφετούνταν μολονότι τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα. Το σύνθημα του βιβλίου, είναι πως αν γινόταν τότε, αλίμονό μας, αν δεν γίνεται τώρα.

Το βιβλίο σας, αναφέρεται στην εποχή του ‘50-‘70. Θεωρείτε ότι η ιστορία ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα της εποχής; Αναμφίβολα ναι. Χρειάστηκε να ψάξω στοιχεία για το πώς ήταν το Α σε συγκεκριμένη δεκαετία ή το Β. Δεν ονοματίζω για να μη προδώσω απρόσμενες εκπλήξεις. Γεννιόμουνα στα χρόνια που περιγράφω, αλλά είναι αγαπημένες μου εποχές, επειδή οι άνθρωποι δεν ήταν αφημένοι-βαλλόμενοι από μια εποχή κρίσης. Ήταν φτωχότεροι σε πολλά, αλλά ζούσαν μ’ ανοιχτά παράθυρα, ανοιχτές αγκαλιές και καρδιές. Αυτό είναι κάτι που πρόλαβα στη γειτονιά που μεγάλωσα.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Μα, το ζήτημα είναι να κερδίσουμε την ίδια μας τη ζωή». Πώς επιτυγχάνεται αυτό και πώς μαθαίνουμε τον τρόπο; Τον τρόπο τον μαθαίνουμε, βλέποντας τα χειρότερα. Συχνά βέβαια σκεφτόμαστε, πως είμαστε ατσάλινοι, ποτέ δε θα μας τσιμπήσει ούτε κουνούπι. Το λέω μια ολόκληρη ζωή, είτε μιλητά, είτε μέσα από όλα τα βιβλία: η ζωή είναι για τον καθένα μας, μία το πολύ, το ’χετε σκεφτεί; Αυτοί που έχουν αντιμετωπίσει ανήκεστες βλάβες υγείας, το γνωρίζουν καλά. Είναι καλό να ’χουν επίγνωση της καλής τους μοίρας, οι τυχερότεροι αυτής της ζωής.

Τελικώς, περνάτε κάποια αισιόδοξα μηνύματα; Το ’πα και παραπάνω. Βιβλία που γράφονται με προσανατολισμό το φως και ήρωες άξιους να πετύχουν ευτυχή ενδεχόμενα, έτσι μόνο ναι, έτσι η ελπίδα είναι το πρώτο προβαλλόμενο συναίσθημα για τον αναγνώστη, αλλά και για τον συγγραφέα, που καθοδηγεί πρώτος τα νήματα.