Κριτική: Δημήτρης Αθανασέλος – «Το πρόσωπο εντός μου» (Εκδόσεις Θράκα)

Ο ποιητής βιώνει τον έρωτα στις ματαιώσεις των αισθητικών και συναισθηματικών απολήξεων. Αναζητά ή/και κατασκευάζει θηλυκές προσόψεις μιας ολοκληρωτικής ήττας, μέσα από τις οποίες αναπαράγει το κοσμοείδωλο της μνήμης.

Η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Αθανασέλου με τίτλο «Το πρόσωπο εντός μου» αποτελεί την ύστατη κραυγή εναγώνιας αναζήτησης εαυτού σε έναν κόσμο ριζικών μεταβολών. Δεν θα πρέπει να προσληφθεί ως υπερβολή η χρήση του όρου «κραυγή».

Πράγματι, ολόκληρη η συλλογή απηχεί τις αντιθέσεις που σπαράσσονται εντός του δρώντος υποκειμένου σε κομβικές, για το ίδιο, περιστάσεις της ζωής του. Αυτού του είδους οι αντιθέσεις περιστρέφονται γύρω από υπαρξιακής φύσεως ζητήματα, με τον έρωτα να κεντρίζει τις επάλληλες σειρές αρνήσεων. Ο ποιητής βιώνει τον έρωτα στις ματαιώσεις των αισθητικών και συναισθηματικών απολήξεων. Αναζητά ή/και κατασκευάζει θηλυκές προσόψεις μιας ολοκληρωτικής ήττας, μέσα από τις οποίες αναπαράγει το κοσμοείδωλο της μνήμης. Γένος θηλυκού η τελευταία αναδεικνύεται ως πρώτιστη επιλογή προκειμένου να λειτουργήσει ως καταφύγιο.  Διότι, η μνήμη ζωντανεύει το παρελθόν μέσα από τις σαρκικές επαναλήψεις του εκάστοτε παρόντος. Πλέον, ο έρωτας στην υποστασιοποίηση του ονόματός του καρατομείται προς όφελος μιας αβέβαιης προοπτικής στον χρόνο. Ο δημιουργός απαιτεί την ζωή σε όλες της τις εκφάνσεις και για τον λόγο αυτό διαμηνύει σε κάθε τόνο την προσήλωσή του στα ιδανικά της φυσική ή/και τεχνητής ελευθερίας. «Δεν ήταν χάσιμο χρόνου η συνάντησή μας, ούτε η αβεβαιότητα της ερημιάς εντός μου» (σελ. 17).

Η «ελευθερία» την οποία υπογραμμίζει στις πολύπλευρες απηχήσεις της ο ποιητής αντιστοιχεί στο πνιγηρό μοτίβο μιας εξακολουθητικής πομπής από εναλασσόμενες εικόνες διαφυγής. Αναζητά το φως του ήλιου ως δοξασία και ως περικάλυμμα μιας εκκωφαντικής απουσίας. Η τελευταία αποκτά ιδιάζοντα ρόλο στις επιλογές ή/και επιταγές μιας αέναης επιστροφής από την μνήμη στο άνδρο των εναλλαγών, δίχως να λησμονείται η αρχική στόχευση που δεν είναι άλλη από την επανασυγκόλυση των φθαρμένων εντυπώσεων ενός έρωτα που έσβησε στην δίνη της απάθειας. Απάθεια, για το ρυθμό των αλλαγών στις οποίες το υποκείμενο εισέρχεται με ταχύτητα φωτός καθορίζοντας το πλαίσιο μέσα στο οποίο ακινητοποιεί την ασφάλεια της προσωπικής του «αλήθειας». Για το λόγο αυτό ερμηνεύει τις δολοπλοκίες του χρόνου ως στιγμιαίο θάνατο μέσα από τον οποίο επιζητεί την υλική χειραφέτηση της ατομικότητας.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η φύση στο απώγειο της συναισθηματικής κορύφωσης ξεδιπλώνει περιχαράσσοντας τα στενά όρια της επιβίωσης, σε έναν κόσμο που αδυνατεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην λογική του παραλόγου και την υποχρέωση της οριζόντιας διαβιώσεως. Είναι το σημείο τομείς του ποιητού, εκείνο, δηλαδή, στο οποίο επενδύει προκειμένου να καρποφορήσει η ιδέα για ζωή. Ο θάνατος, η αρχή και το τέλος του ορίζοντος και η μοίρα των επιλογών, μετατρέπονται σε όχημα απόδρασης δίχως να συνυπολογίζεται η αποστροφή που προκαλεί στις ματαιώσεις του Εγώ.

Πράγματι, ο ατομοκεντρικός της ποιήσεως του Δημήτρη Αθανασέλου εξαναγκάζει τον αναγνώστη να θεμελιώσει σε νέες βάσεις την προοπτική της αποδοχής του Εγώ μέσα από το πρίσμα του Άλλου. «Εμπρός στα μάτια μου η πομπή προς την αποσύνθεση […] το φως αφουγκράζεται την αδυναμία της φύσης για αιωνιότητα» (σελ. 28) και η αντανάκλαση του εαυτού στις ανάγκες (περισσότερο τεχνητές παρά φυσικές) συμπληρώματος των ατομικοτήτων απομαγεμένες στην σφαίρα της φαντασίας. Πλέον, ο χρόνος και η ελευθερία που ευαγγελίζεται μετατράπηκε σε τραγωδία. 

Για να αποφύγει τις συνέπειες της τελευταίας, μεταπλάθει την αναστάτωση που προκαλείται σε πυροτέχνημα της αοριστίας. Αοριστίας υπό την έννοια μιας μεσολάβησης δίχως ταυτότητα, ανάμεσα στην αποδοχή της πρόκλησης για διάρκεια και του απρόβλεπτου παράγοντα εξομοίωσης της βιωμένης εμπειρίας με το Λόγο αυτής. Βρισκόμαστε ενώπιον της υλικής και εν πολλοίς υλιστικής ρήξης του Εγώ με την υπόσταση της ουσίας αυτής. Λόγος – γλώσσα – σώμα υπονομεύονται βάναυσα έως ότου από τα συντρίμμια τους εξέλθει η ευτυχία νέου τύπου. Με όποιο προσδιοριστικό επιφώνημα την προλογίσει ο δημιουργός στέκει ματωμένος απέναντί της μέσα από την εξομολόγηση της συλλογικής ευθύνης, βαστώντας ανθρώπινα τα χαλινάρια της αντοχής της. Η επιμέλεια της ζωής στην ανατομία των ψευδαισθήσεων, αγγίζει τον πυρήνα αυτής που δεν είναι άλλος από το αίτημα για αλήθεια.