Κριτική: Σπίτι Παιδιού, του Κυριάκου Συφιλτζόγλου [Εκδόσεις Αντίποδες]

Το Σπίτι Παιδιού του Κυριάκου Συφιλτζόγλου από τις πολύ προσεγμένες εκδόσεις Αντίποδες είναι μία καταβύθιση στις παιδικές αναμνήσεις, τότε που όλα είναι ιδωμένα με μια αθώα και ανέμελη ματιά, τότε που η ζωή κυλά παιχνιδιάρικα και ζωηρά.

Μας προϊδεάζει άλλωστε και ο τίτλος. Αν και ο συγγραφέας μάς πληροφορεί ότι με τον όρο «Σπίτι Παιδιού» αναφέρεται στα ιδρύματα που δημιουργήθηκαν στη Βόρεια Ελλάδα από τη Βασιλική Πρόνοια και λειτουργούσαν ως νηπιαγωγεία, ωστόσο, διαβάζοντας κανείς τη νουβέλα αισθάνεται ότι ο όρος τελικά λειτουργεί ως υπαινιγμός για το δικό του σπίτι, τη δική του ιστορία, το προσωπικό του βίωμα.

Η αφήγηση αποτελείται από 32 κεφάλαια-σφηνάκια, κάποια από τα οποία θα μπορούσαν να διαβαστούν και μεμονωμένα. Ήδη από την αρχή ο συγγραφέας μάς συστήνει τα πρόσωπα και τον χώρο που διαδραματίζεται η ιστορία. Ο αφηγητής μαζί με τον αδερφό του ζουν σε ένα Σπίτι Παιδιού στο χωριό Πλατανιά, διότι εκεί εργάζεται η μητέρα του. Τα σαββατοκύριακα μαζί με τον πατέρα τους επιστρέφουν στο κανονικό τους σπίτι στην Προσοτσάνη. Πέρα από την οικογένεια του αφηγητή, εμφανίζονται στην ιστορία τα αδέρφια της μητέρα του που ζουν στη Γερμανία, και διάφοροι συγχωριανοί.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ιστορία διανθίζεται μέσα από τη ματιά ενός μικρού παιδιού που παρατηρεί τον κόσμο με περιέργεια, θέτει ερωτήματα και ψάχνει για απαντήσεις. Έχοντας άγνοια κινδύνου και διψώντας για περιπέτειες, ο μικρός αφηγητής αναζητά συνεχώς αφορμές για να γευτεί με κάθε δυνατό τρόπο τις εμπειρίες της ζωής και να κατανοήσει τον κόσμο. Αυτό που του εξάπτει περισσότερο την περιέργεια είναι ο θάνατος.

Ο θάνατος, τα μνήματα, τα εθιμοτυπικά της κηδείας είναι ο κεντρικός άξονας της νουβέλας. Οι ιστορίες που εξιστορεί ο αφηγητής τοποθετούνται σε μία εποχή όπου ο θάνατος δεν αποτελούσε τον μεγαλύτερο φόβο του ανθρώπου. Αντιθέτως, αντιμετωπιζόταν ως η φυσική εξέλιξη του ανθρώπου. Γι’ αυτό και ο μικρός ήρωας της ιστορίας παίζει με τον αδερφό του κρυφτό ανάμεσα στους τάφους, χτυπά όλο χαρά πένθιμα την καμπάνα κάθε φορά που «φεύγει» κάποιος συγχωριανός του και κάνει παρέα στους πεθαμένους όταν βρίσκονται στην κάσα. Για τον αφηγητή οι πεθαμένοι και όσοι έχουν χάσει έναν δικό τους άνθρωπο είναι κομμάτι της ζωής του. Τους τιμά και τους σέβεται. «¨Κυρ Ανέστη¨, του ΄πα, ¨να τη θυμάσαι. Ό,τι χρειαστείς, εγώ είμαι εδώ¨. Το άλλο με τα συλλυπητήρια που έλεγαν οι άλλοι ποτέ δεν μ’ άρεσε».

Ο θάνατος ενυπάρχει στην αφήγηση με τον πιο αβίαστο τρόπο. Απουσιάζουν από τη νουβέλα οι υπερβολές και οι συναισθηματικές εξάρσεις και όλα κυλούν ομαλά. Αν και πρόκειται για ένα θέμα σκοτεινό και μυστήριο, το γεγονός ότι παρουσιάζεται μέσα από τη ματιά ενός παιδιού αμέσως του προσδίδει χρώμα και φως. Για τον αφηγητή ο θάνατος δεν έρχεται μόνο στους ανθρώπους αλλά στα άψυχα αντικείμενα. Στα χαλάσματα ενός σπιτιού ανακαλύπτει ένα παλιό κάρο, το οποίο θέλει να το πάρει μαζί του στο Σπίτι Παιδιού για να μη νιώθει μόνο του. Όσο κι αν το σπρώχνει όμως εκείνο δε λέει να μετακινηθεί. Έτσι καταλήγει στο συμπέρασμα πως το κάρο δε θέλει να φύγει, γιατί προτιμάει να πεθάνει στον τόπο του. «[…] κι ίσως να μην ήθελε κι αυτό εμένα ούτε το Σπίτι Παιδιού, γιατί μάλλον είχε γεράσει πολύ και πονούσαν οι ρόδες του και μάλλον ήθελε εκεί να πεθάνει στο δικό του σπίτι από πίσω, κανείς να μην το βλέπει».

Μέσα από τη φωνή ενός ανήλικου παιδιού ο συγγραφέας καλεί τον αναγνώστη να συμφιλιωθεί με την έννοια του θανάτου και να ξορκίσει τον φόβο του. Μέσα από τις περιπέτειες του μικρού ήρωα τού υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να το κατορθώσει αυτό. Και τέλος, μέσα από την ανάμνηση τον καλεί να θυμηθεί κι εκείνος τους νεκρούς του και να τους τιμήσει.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ