Κριτική / Κάποτε στο… Χόλιγουντ (Once upon a time in Hollywood)

Σκηνοθεσία: Κουέντιν Ταραντίνο Σενάριο: Κουέντιν Ταραντίνο Πρωταγωνιστούν: Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, Μπραντ Πιτ, Μάργκο Ρόμπι Διάρκεια: 161 λεπτά.
Βαθμός: 3.5/5

Νοσταλγική, αυτοαναφορική, βίαιη, τρυφερή αλλά και δίχως οικονομία, η 10η ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο είναι ένας οπτικά εντυπωσιακός, πολύ προσωπικός φόρος τιμής στο σινεμά που διαμόρφωσε το προσωπικό του στυλ και ύφος.

Η καριέρα του Ρικ, ηθοποιού σε ταινίες και σειρές δράσης και γουέστερν, βρίσκεται σε σημείο καμπής. Είτε η δημοτικότητα του θα εκτοξευθεί και θα εδραιωθεί στον καλλιτεχνικό χώρο, είτε το άστρο του θα δύσει και θα εγκαταλείψει το όνειρο του, παραδίνοντας τον εαυτό του στις αυτοκαταστροφικές του τάσεις. Μαζί του ο Κλιφ, ένας στωικός, καλοκάγαθος αλλά εν δυνάμει θανατηφόρος κασκαντέρ, ο οποίος στέκεται στο πλάι του ως συνάδελφος, φίλος και αδερφός. Μέσα από τα μάτια τους βυθιζόμαστε στο Χόλιγουντ της δεκαετίας του 60’, γεμάτο εκτυφλωτικά φώτα, ροκ μουσικές, αφελή επαναστατικότητα και χίπικη αθωότητα. Γνωρίζουμε την Σάρον Τέιτ, τον Πολάνσκι, τον Μπρους Λι, αλλά και την οικογένεια Μάνσον.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ομολογώ πως δεν περίμενα αυτό που τελικά ο Ταραντίνο μας έδωσε. Στο τελευταίο του πόνημα (το γουεστερνικό θρίλερ δωματίου «The Hateful Eight») οι ρυθμοί εμφανώς είχαν πέσει και το απενοχοποιημένο στυλιζάρισμα είχε ως ένα βαθμό δώσει τη θέση του στο προσεγμένο σενάριο και το σασπένς, του οποίου είναι μεγάλος μάστορας. Στο «Κάποτε στο Χόλυγουντ» όμως φαίνεται να ξεχνάει πλήρως τον παλιό του εαυτό και τα στοιχεία που τον έκαναν αναγνωρίσιμο και δημοφιλή, κάθεται αναπαυτικά στην καρέκλα του σκηνοθέτη και απολαμβάνει το ταξίδι στον ιστορικό και κινηματογραφικό χρόνο.

Προς θεού, το eye candy δεν λείπει, και οι αναφορές σε προηγούμενες δικές του ταινίες και στο γουέστερν είδος ξεχειλίζουν, άλλωστε ο Ταραντίνο είναι άριστος γνώστης των συμβάσεων του και είναι σίγουρο πως ανυπομονούσε να παίξει με αυτές (το έχει ξανακάνει με το Τζάνγκο, αλλά εδώ του δίνεται η ευκαιρία να γίνει με τον τρόπο του συμμέτοχος στην διαδικασία δημιουργίας των ταινιών που αγάπησε, επιστρέφοντας στην εποχή παραγωγής τους). Ίσως αυτή η τόση αυτοαναφορικότητα βέβαια να ξενίσει ή να μην αφορά καν πολύ κόσμο (αποκορύφωμα αυτής οι 2-3 σκηνές με… πατούσες σε πρώτο πλάνο, στις οποίες προφανώς ο Ταραντίνο τρολάρει το κοινό για τα ιντερνετικά memes που τον έχουν ανακηρύξει ποδολάγνο!).

Συνυπάρχει εδώ η ρομαντική ματιά πάνω στη βιομηχανία του θεάματος με την απεικόνιση της αγωνιώδους προσπάθειας του Ηθοποιού να φτάσει σε ένα στάτους αναγνώρισης που θα τον καταστήσει υπαρκτό στο χώρο – η επαγγελματική αποτυχία στον χώρο αυτό είναι συνώνυμη της αυτοκτονίας.

Η χημεία του πρωταγωνιστικού διδύμου ΝτιΚάπριο-Πιτ είναι αξιέπαινη, κι ενώ η ερμηνεία του πρώτου είναι εξαιρετική και πολλοί μιλούν ήδη για πιθανή υποψηφιότητα του στα Όσκαρ, για εμένα ο Πιτ κλέβει την παράσταση ως ο «ζεν», Λεμποφσκικός κασκαντέρ, ως η ήσυχη δύναμη που αποδέχεται, χωρίς ποτέ να εξανίσταται, τα καπρίτσια του φίλου και συναδέλφου του, μέχρι την τελική και αρκούντως γκροτέσκ έκρηξη του (η μόνη γνήσια «ταραντινιά» της ταινίας).

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Επίσης, ίσως κάποιοι εκπλαγούν από τον τρόπο με τον οποίο ο Ταραντίνο επιλέγει να αξιοποιήσει την Σάρον Τέιτ και την οικογένεια Μανσον. Φυσικά δεν περιμέναμε μια ακριβή απόδοση της ιστορικής αλήθειας από έναν δημιουργό που μας έχει δώσει δείγματα γραφής όπως το Άδοξοι Μπάσταρδοι, αλλά εδώ η ανατροπή των προσδοκιών μας ήταν εμφατική. Και –ίσως για πρώτη φορά στη φιλμογραφία του;- οι προθέσεις του είναι βαθιά τρυφερές και το αποτέλεσμα μπορεί με μεγάλη ευκολία να συγκινήσει, ειδικά όσους ζουν και αναπνέουν 60s και χρυσή εποχή του σινεμά.

Το βασικό μείον της ταινίας ήταν η απουσία οικονομίας, με σκηνές που δεν προσέδιδαν βάθος στους χαρακτήρες ή δεν προσέθεταν στο κλιμακούμενο σασπένς. Με λίγη υπομονή, κι αν για λίγο παραμερίσεις την έντονη διάθεση κινηματογραφικής αυτοϊκανοποίησης, θα αφεθείς σε ένα χολιγουντιανό παραμύθι που ίσως στο τέλος σε κάνει να δακρύσεις.

Η ταινία κάνει πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019.