Γεράσιμος Γασπαρινάτος: «Ένα καλογραμμένο έμμετρο έργο μπορεί να βγάλει πολύ γέλιο»

Με αφορμή το τρίτο του θεατρικό έργο που εκδίδεται από την Κάπα εκδοτική «Μαντινάδες, ματζουράνες και χοχλιοί μπουμπουριστοί» μίλησε ο θεατρικός συγγραφέας στο Tetragwno.gr.

Με καταγωγή από τα Επτάνησα, ο Γεράσιμος Γασπαρινάτος γράφει σε ρίμες και δεκαπεντασύλλαβους, εμπνέεται από τον Μποστ και τον Λασκαράτο, τιμά την ελληνική παράδοση μέσα από τα έργα του, καθώς «μπορεί να αποτελέσει εργαλείο άντλησης γέλιου» για τα σατυρικά του κείμενα.

Στο τρίτο τυπωμένο θεατρικό έργο σας, επαναλαμβάνετε τον έμμετρο στίχο, θα έλεγα ως συνέχεια του πρώτου, που ακόμα και οι αριθμός των λέξεων του τίτλου και τρόπος που αποδίδεται δημιουργεί το κλίμα αυτής της συνέχειας.
Η αλήθεια είναι ότι οι τίτλοι και των τριών είναι κάπως αντισυμβατικοί και, μολονότι είναι εντελώς διαφορετικά έργα στην υπόθεση τους, έχετε δίκιο ότι υπάρχει μια υφολογική συνέπεια και συνέχεια μεταξύ τους.

Γιατί έμμετρο στίχο, και γιατί τώρα, εννοώντας σε μια εποχή που αποζητά το ακραία ρεαλιστικό, το άμεσο και το ωμό. Την ατάκα μιας περιόδου. 
Καθ’ όσον αφορά τα κωμικά κείμενα, είναι πράγματι η εποχή της ατάκας μιας περιόδου, που έχει υποκαταστήσει τα πιο περιφραστικά αστεία. Ακόμη και τα ανέκδοτα κοντεύουν πλέον να εκλείψουν και τη θέση τους έχουν πάρει τα “μιμίδια”. Και γενικότερα έχετε δίκιο ότι επικρατεί το ρεαλιστικό, το άμεσο και το ωμό. Έχω όμως αμφιβολίες αν η επικράτηση αυτών των μορφών έκφρασης είναι επειδή τις αποζητά το κοινό. Αντίθετα πιστεύω ότι το κοινό θα εκτιμήσει πολύ ένα έργο, που είναι γραμμένο σε έμμετρο στίχο. Ό,τι μπορείς να πεις με πεζή γραφή, μπορείς να το πεις και με έμμετρο στίχο, αλλά το έμμετρο μπορεί υπό προϋποθέσεις να είναι ακόμη πιο αστείο. Μιας και μιλάμε για κωμωδίες, πιστεύω ότι ένα καλογραμμένο έμμετρο έργο μπορεί να βγάλει πολύ γέλιο, τόσο ως ανάγνωσμα όσο και παιγμένο στη σκηνή.

Μιλήστε μου για την ιστορία του έργου και πώς την εμπνευστήκατε;
Αποφεύγω παγίως να κάνω στα έργα μου οποιαδήποτε αναφορά στο σήμερα. Οι ιστορίες είναι πάντα “ουδέτερες” και μυθοπλαστικές. Στις “Ματζουράνες…” η ιστορία διαδραματίζεται σ’ ένα φανταστικό χωριό της Κρήτης, τα Κατώγεια, του οποίου οι κάτοικοι ζορίζονται, γιατί αφ’ ενός το έδαφος της περιοχής δεν είναι κατάλληλο για γεωργία ή κτηνοτροφία, από την άλλη δεν έχουν τη δυνατότητα να στραφούν σε “εναλλακτικές καλλιέργειες” άλλων γειτονικών χωριών. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Κρήτη, παράδοση, ένα παζλ από στερεότυπα. Η κωμική ηθογραφία χρειάζεται αυτά τα συστατικά για να «βγάλει» το γέλιο στους θεατές;
Δεν τα χρειάζεται κατ’ ανάγκη, αλλά όπου υπάρχουν αυτά τα συστατικά και χρησιμοποιηθούν με μέτρο, μπορούν να γίνουν εργαλεία άντλησης γέλιου.

Εξηγήστε μου τον τίτλο «Μαντινάδες, ματζουράνες και χοχλιοί μπουμπουριστοί»
Είναι τρεις όροι που παίζουν τον ρόλο τους στο έργο. Οι μαντινάδες είναι διάσπαρτες παντού στο κείμενο, γιατί ο “κακός” του έργου αρέσκεται να της απαγγέλει όπου βρεθεί – μολονότι δεν είναι δικές του, χρησιμοποιεί σκονάκι. Ματζουράνα είναι η κωδική ονομασία για τη μαριχουάνα, λέξη που δεν ακούγεται πουθενά στο έργο. Οι χοχλιοί, τα σαλιγκάρια δηλαδή, και μάλιστα όπως τους φτιάχνουν στην Κρήτη, μπουμπουριστοί, αναφέρονται σε διάφορα σημεία και παίζουν κι εκείνοι τον ρόλο τους στην εξέλιξη. 

Τι σας συγκινεί στην παράδοση; Χτίζετε γέφυρα με το παρελθόν;
Όχι συνειδητά, αλλά η αλήθεια είναι ότι και τα τρία δημοσιευμένα έργα μου διαδραματίζονται σε περιοχές της ελληνικής επαρχίας – Κρήτη, Θεσσαλικό κάμπο και Φθιώτιδα – όπου η παράδοση είναι έντονη και ιδιαίτερη. Και, εφ’ όσον την αξιοποιήσει κανείς με μέτρο και σεβασμό, μπορεί να αποτελέσει εργαλείο άντλησης γέλιου.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια άνθιση των ελληνικών θεατρικών κειμένων. Κυρίως όμως στο δράμα. Οι κωμικοί συγγραφείς έχουν σταματήσει να εμπνέονται;
Θέλω να αποφύγω τη στερεοτυπική απάντηση ότι είναι πιο εύκολο να κάνεις κάποιον να κλάψει από το να τον κάνεις να γελάσει, αλλά ζορίζομαι να βρω καλύτερη. 

Γιατί επιλέγετε να εκδίδετε τα θεατρικά σας έργα;
Για τρεις λόγους. Πρώτον, γιατί θεωρώ τιμητικό το γεγονός ότι η ΚΑΠΑ Εκδοτική, ο κορυφαίος εκδοτικός οίκος στον χώρο του θεάτρου, εκτίμησε τα έργα μου και πρότεινε να τα εκδώσει. Δεύτερον, γιατί ένα έργο που έχει εκδοθεί μπορεί πιθανώς να βρει πιο εύκολα τον δρόμο για να ανεβεί στη σκηνή, μια προοπτική που δεν με αφήνει αδιάφορο. Τρίτον, υπάρχει κάπου ενδόμυχα και η ματαιοδοξία του δημιουργού, αλλά μην σας φύγει κουβέντα παρακαλώ.  

Ποιοι συγγραφείς ή έργα σας επηρέασαν περισσότερο;
Πρώτη και κύρια επιρροή ο Μποστ και τα έργα του. Κατά δεύτερο λόγο, ως Επτανήσιος, αγαπώ πολύ κι εμπνέομαι από σατιρικούς ποιητές όπως π.χ. ο Ανδρέας Λασκαράτος.

Πώς αντιμετωπίζετε την πρόκληση να προσφέρετε κάτι νέο και πρωτότυπο στο θέατρο; 
Νέο και πρωτότυπο στο θέατρο με την ευρύτερη έννοια των όρων δεν πρέπει να έχει υπάρξει για πολλές δεκαετίες. Δεν έχω τόσο υψηλές φιλοδοξίες. Θα ήθελα ωστόσο να έβαζα ένα λιθαράκι ώστε να αναβιώσει στη σκηνή η κωμωδία σε έμμετρο στίχο, ένα είδος που το θεατρικό κοινό σήμερα γνωρίζει ελάχιστα αλλά πιστεύω ότι θα εκτιμήσει.  

Ποια είναι η σημαντικότερη διδαχή που έχετε αντλήσει από το γράψιμο;
Μολονότι είμαι έντονα κοινωνικός άνθρωπος, το γράψιμο, που είναι μια μοναχική διαδικασία, μ’ έχει κάνει να περνάω καλά με τον εαυτό μου και να αποζητώ την “παρέα” του. Μ’ έχει διδάξει την αξία της μοναξιάς.

Κλείνοντας, ποια είναι η αγαπημένη σας φράση του έργου και γιατί;
Θα αναφέρω μία από τις μαντινάδες του έργου: “Ήθελα να ‘μουνα χοχλιός, να ‘ρθώ στη γειτονιά σου, να γράφω με το σάλιο μου στους τοίχους τ’ όνομά σου”. Είναι η αγαπημένη μου για δύο λόγους. Κατ’ αρχάς είμαι βέβαιος ότι ο Κρητικός που τη σκάρωσε για να την απαγγείλει στην αγαπημένη του ίσως δεν αντιλαμβανόταν πόσο χαριτωμένα αστεία μπορεί να ακουστεί σε τρίτους. Είναι αυτά που λέγαμε πριν για την παράδοση και τις κωμικές προεκτάσεις που μπορεί να έχει. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η μαντινάδα αυτή παίζει κομβικό ρόλο στο έργο. Αλλά αυτό ας το αφήσουμε στον αναγνώστη ή θεατή να το ανακαλύψει μόνος του.