Γιώργος Ψυχογυιός: «Ο κόσμος έχει ανάγκη να δει αληθινούς ήρωες στη σκηνή»

Με τριανταπενταετή θητεία στο θέατρο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο ο ηθοποιός Γιώργος Ψυχογυιός, ξανασυστήνεται, δεκαπέντε χρόνια μετά, με το τέταρτο μακράς διάρκειας αριστουργηματικό έργο του Άντον Τσέχωφ «Θείος Βάνιας» και τον ρόλο του Σερεμπριακώφ, σε σκηνοθεσία και μετάφραση, αυτή τη φορά, Γιώργου Κιμούλη.

Οι πολύ επιτυχημένες παραστάσεις μπορεί να ολοκληρώθηκαν στο Δημοτικό Θέατρο Πειραία, αλλά από σήμερα, 1η Φεβρουαρίου 2019, συνεχίζονται στο θέατρο Αριστοτέλειον στη Θεσσαλονίκη. Ένα τρυφερό ποίημα για το γελοίο της ανθρώπινης παραίτησης.

Κύριε, Ψυχογιυέ, μετά από 15 χρόνια παίζετε ξανά στο θεατρικό έργο «Θείος Βάνιας». Ποιες διαφορές διακρίνετε από τότε και ποια η δική σας ανάγνωση στο χρόνο που πέρασε; Θεωρώ ότι το τωρινό ανέβασμα βλέπει τους ήρωες πιο ανθρώπινους, πιο αληθινούς και θυμωμένους! Έχουν περάσει σχεδόν τόσα χρόνια όσο διαρκεί και η οικονομική κρίση στην Ελλάδα. Αν θα μπορούσε κανείς να αναγάγει το ανέβασμα αυτό στο σήμερα.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Παρότι τα θέματα που πραγματεύεται ο Τσέχωφ έχουν ως βάση την ανθρώπινη ύπαρξη στο κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό σύστημα της εποχής και το μεταίχμιο της αλλαγής πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Θεωρείτε πως είναι ακόμα επίκαιρος, και αν ναι, τι είναι αυτό που και σήμερα μπορεί να “περνάει” απέναντι

Αυτό συμβαίνει πάντα με τα κλασσικά κείμενα πάντα θα είναι επίκαιρα.. «Πως γίνεται» λέει ο Βάνια κάποια στιγμή «να μας εξαπατούν κατώτεροι άνθρωποι από εμάς» μιλώντας για τον Σερεμπριακώφ, ή ότι «μισώ τους ανθρώπους γιατί με έμαθαν να ζω χωρίς ελπίδα» λέει κάπου ο Άστρωβ, ή ότι «θα ξεκουραστούμε, όταν θα φύγουμε απ’ τη ζωή μέσα στη γαλήνη, γιατί είδαμε ότι το κακό ήταν εδώ στη γη, ενώ ζούσαμε» λέει η Σόνια στο φινάλε του έργου.

Το τελευταίο χρόνο δίνεται μια σκηνοθετική τάση στο νατουλαριστικό/ρεαλιστικό θέατρο. Ίψεν, Στρίντμπεργκ, Τσέχωφ, Γκόργκι. Ποια η γνώμη σας για τα ανεβάσματα αυτά;

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Έχει ανάγκη ο κόσμος να δει αληθινούς ήρωες στη σκηνή που πάσχουν, γελοιοποιούνται, αυτοσαρκάζονται, θυμώνουν γελούν ή κλαίνε, αρκετά πια με τις κάμερες τα μικρόφωνα τις προβολές.

Ας μιλήσουμε για την παράσταση, τον ρόλο σας, τη σκηνοθεσία και το ανέβασμα στη Θεσσαλονίκη, μετά από τις επιτυχημένες παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.

Στην παράσταση που έστησε και οργάνωσε ο σπουδαίος Κιμούλης είχαμε την χαρά και την ευθύνη να παίζουμε καθημερινά σε ένα ασφυκτικά γεμάτο θέατρο. Η ανάγνωση που έκανε στο έργο είχε δυνατή σχέση με το ευρύ κοινό που την παρακολούθησε επί δυόμιση μήνες. Φαινόταν κάθε βράδυ στην υπόκλιση με τους θεατές να χειροκροτούν όρθιοι την παράσταση. Ο Σερεμπριακώφ που υποδύομαι στη σκηνή είναι ένας δήθεν διανοούμενος που άλλο σπούδασε και άλλο παριστάνει, ζει παρασιτικά, εκμεταλλευόμενος ανθρώπους του μόχθου, ζει από αυτούς και όταν δεν του φτάνουν τα χρήματα που βγάζει από αυτούς είναι έτοιμος να πουλήσει τα πάντα για να ζήσει ακόμη καλύτερα στην πόλη με την νεότερη δεύτερη γυναίκα του. Αυτήν, λοιπόν, την παράσταση θα δουν και οι Θεσσαλονικιοί χωρίς καμία έκπτωση στην μεταφορά της εδώ.

Διαφέρει πιστεύετε το κοινό της Θεσσαλονίκης με αυτό της Αθήνας; 

Το κοινό της Θεσσαλονίκης πιστεύω ξέρει να εκτιμά τις έντιμες αληθινές δουλειές στο θέατρο, σε συνδυασμό δε ότι είναι λίγο μακριά απ την “πολύβουη” θεατρικά Αθήνα κάνει το κοινό της πιο ένθερμο. Έχουμε μεγάλη αγωνία πάντα για την αποδοχή μας όταν ερχόμαστε να παίξουμε στην Θεσσαλονίκη.

Η τηλεόραση ήταν για σας ένα σημαντικό κεφάλαιο στην επαγγελματική σας πορεία. Σας λείπει; Θα επιστρέφατε ξανά; 

Στο θέατρο άνθιζα πάντα, έτυχε όμως να παίξω όμορφα πράγματα στην τηλεόραση τότε που υπήρχε μεράκι. Τώρα όχι δε μου λείπει καθόλου ούτε βέβαια εγώ αυτής της τηλεόρασης. Μακάρι να γυρίσουν πάλι οι σεναριογράφοι δυνατά σενάρια με συνθήκες ανθρώπινες με πρόβες για να μην γυρίζονται στο πόδι οι σειρές και τότε μόνο θα δεχόμουν με χαρά να ξαναπαίξω.

Αν υπήρχε μια πρόταση ή μια λέξη για να χαρακτηρίσει την πορεία των 35 χρόνων, ποια θα ήταν αυτή;

Με τρεις λέξεις: υπομονή, σκληρή προσπάθεια και δουλειά με το έσω μου.

Info: Τετάρτη & Κυριακή (19.00), Πέμπτη & Παρασκευή (21.00) και Σάββατο (18.00 & 21.00) στο θέατρο Αριστοτέλειον. Περισσότερα εδώ.