Κριτική: «Dogville» του Lars von Trier, σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ / Ένα εξαιρετικό έργο μέτριων (ή συμβατικών) ερμηνειών

Κριτική για την παράσταση «Dogville» τού Lars von Trier σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ

Σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ, το βραβευμένο αριστούργημα «Dogville» του Lars von Trier και διασκευή για το θέατρο Christian Lollike, μεταφέρεται με τρόπο καθηλωτικό στο σανίδι τού θεάτρου, στη βάση των θεματικών του αναφορών και των προβληματικών που θέτει επί τάπητος. Κι αν η κινηματογραφική του προβολή με έμφαση στην σκληρότητα τής ανθρώπινης φύσης καθόρισε την πρόσληψη του έργου, η θεατρική του μορφοποίηση προκάλεσε νέες συζητήσεις, αναδεικνύοντας τον πυρήνα τής ανθρώπινης ύπαρξης· ένας πυρήνας που σχετίζεται άμεσα με την ιδιοκτησία και την εκμετάλλευση, ενεργοποιώντας πρωτόγονες στάσεις εφαρμογής τής εκάστοτε μορφής εξουσίας.

Το έργο καταδεικνύει με τον πλέον εμφατικό τρόπο πως η εξουσία δεν είναι καταγεγραμμένος θεσμικός φορέας ιδιοτήτων, αλλά η αισθητική που γεννάται στην αθέατη όψη των σχέσεων εξάρτησης και μέσα από τις οποίες το άτομο, δίχως ταυτότητα, δίχως προσωπικότητα (καμία κοινωνία τού πολιτισμού δεν επεδίωξε ποτέ να εμβαθύνουν τα μέλη της στην αναζήτηση των ιδιαίτερων στοιχείων τής προσωπικότητάς τους, παρά μόνο στοιχειοθετούσε νέες αφηγηματικές αφετηρίες, κατασκευάζοντας τους εκάστοτε «εχθρούς» τής συλλογικής ιδεολογίας, με σκοπό την απρόσκοπτη αναπαραγωγή των δομών ιδιοκτησίας/οικονομίας), μετατρέπεται σε έρμαιο πρωτόγονων ενστίκτων, τα οποία εξωτερικεύει συνειδητά. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Συνοπτικά, η ιστορία διαδραματίζεται στο χωριό Dogville, της αμερικανικής επαρχίας, στο οποίο καταφεύγει κυνηγημένη η Γκρέις (τον ρόλο υποδύεται η Έλλη Τρίγγου). Εκεί, θα συναντήσει τον Τομ (στον ρόλο ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος), ο οποίος θα τής παρουσιάσει το χωριό ως τον επίγειο παράδεισο και τους κατοίκους αυτού ως πρόσωπα καλοκάγαθα και καλοπροαίρετα. Δύο εβδομάδες είναι το περιθώριο που της παραχωρείται προκειμένου να αποδείξει την αξία της ενώπιον των κατοίκων τού χωριού. Σε αυτό το διάστημα κάνει θελήματα και κερδίζει την αποδοχή τους. Μόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία εισδοχής στις τάξεις των πολιτών τού Dogville, αναγνωρίζετε ως μία εξ αυτών και πλέον της παραχωρείται ανεξάρτητος χώρος κατοικίας και οικονομική απολαβή για τις ώρες εργασίας. Έως τη στιγμή κατά την οποία η αστυνομία ανακοινώνει ότι η νεαρή γυναίκα καταζητείται επ’ αμοιβή. Θορυβημένοι οι άνθρωποι του Dogville, συσκέπτονται και αποφασίζουν, υπό το βάρος τής συνενοχής τους στην υπόθαλψη τής καταζητούμενης, θα πρέπει η τελευταία να εργάζεται περισσότερο και για λιγότερα χρήματα. Αυτή η εξέλιξη φέρνει τη Γκρέις στα όρια τής βαναυσότητας και το πραγματικότητα πρόσωπο των ανθρώπων αποκαλύπτεται. 

Αξίζει να σταθούμε σε δύο επίπεδα. Αφενός στον ρόλο τής σκηνοθεσίας και αφετέρου σε τρεις ηθοποιούς οι οποίοι ερμήνευσαν τους ρόλους του με τέτοιο τρόπο ώστε προκάλεσαν την ταύτιση, εξαναγκάζοντας παράλληλα την έκφραση να αποκτήσει διακριτά γνωρίσματα.

Αρχικά, η σκηνοθεσία εκ μέρους τής Λίλλυς Μελεμέ υπήρξε αριστοτεχνικά δομημένη. Επεδίωξε, και εν πολλοίς πέτυχε, να διαμορφώσει όρους αποστασιοποίησης από την συναισθηματική σύνδεση των θεματικών ενοτήτων με τα πρόσωπα του έργου. Διατήρησε μία τεχνικά άρτια ισορροπία ανάμεσα στην εναλλαγή των σκηνών (και των νοηματικών σχέσεων) και την επικέντρωση του ενδιαφέροντος στην ανάδειξη των κοινών στοιχείων που χαρακτηρίζουν το έργο, όπως η κακοποίηση, η εξουσία, η καταπίεση των γυναικών κ.α.. Δεν έδωσε έμφαση στη σκηνική αναπαράσταση του χώρου, αλλά με αφαιρετική οπτική στιγμάτισε χωρικές διακρίσεις εντός του κειμένου, διατηρώντας την καθολικότητα του χρόνου, επιτρέποντας στον θεατή να αναγνωρίσει τις ίδιες καταστάσεις σε χρόνο ενεστώτα.

Με την κινησιολογία τής Κικής Μπάκα και τις ενδυματολογικές επιλογές τής Βασιλικής Σύρμα, να προσδίδουν ταυτόχρονη παρουσία του ιστορικού σημείου στις περιγραφές (ως οπτικές αναπαραστάσεις ενώπιον των θεατών), και, συνάμα, διαπίστωση ότι ο χώρος των γεγονότων βρίσκεται επί σκηνής… αλλά και δίπλα μας, στην ατομική μας καθημερινότητα. Πέτυχε δηλαδή την αναγκαία σχέση στη συνείδηση του θεατή, ανάμεσα στη θέαση της πλοκής και την εξιστόρηση αυτής στη μνήμη, ως εμπειρία ολικής αναφοράς. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Δίχως να μειώνεται η προσπάθεια κανενός ηθοποιού, θα σταθώ σε τρία κομβικά πρόσωπα, τα οποία συγκρότησαν μία χωριστή ομάδα στη βάση των εκφραστικών τους δυνατοτήτων. Ο Τομ (Αλέξανδρος Μαυρόπουλος), εκπροσωπεί την ιδεαλιστική αντίληψη τη ζωής. Σε έναν χώρο φτωχό, εσωστρεφή και οριοθετημένο, επιζητά να ορίσει την ηθική. Προσκαλεί σε διαλέξεις τους συγχωριανούς του, αναγνωρίζοντας την ατομικότητα που διέπει την φαινομενική συνεργασία στον δημόσιο χώρο. Διαχειρίζεται επιδέξια τη νοητική διεργασία των ηθικών απαιτήσεων, σε μία κλειστή κοινωνία, απρόσιτη από τις ιδεοληπτικές αναζητήσεις τού ιδίου. Η έκφρασή του και οι στιγμές μέσα από τις οποίες η προσωπική του σύγκρουση αναδεικνύεται σε ανασφάλεια επιλογών, έως ότου η υπονόμευση του «εγώ» μετατρέπεται σε Αχίλλειο πτέρνα τής ανθρώπινής του υπόστασης και οδηγηθεί στην υιοθέτηση όμοιας συμπεριφοράς με τους υπόλοιπους κατοίκους τού χωριού.

Ο Μπεν (Ανδρέας Νάτσιος) με την εξωτερική αντιμετώπιση της καθημερινής περιθωριοποίησής του, βρίσκει αποδοχή σε ιερόδουλες του αστικού κέντρου. Η σχέση αστικού-επαρχιακού είναι άμεση και δεικτική. Είναι ο άνθρωπος ο οποίος εμφανίζει την αφέλεια ως πρωταρχικό γνώρισμα κοινωνικοποίησης και ακόλουθα την μετατρέπει, μόλις του δοθεί η ευκαιρία, σε μηχανισμό άσκησης εξουσίας, την ίδια την οποία υφίσταται, υπό άλλους όρους και συνθήκες. Η καλοσύνη του είναι συνώνυμο κεκαλυμμένης απόδοσης των καταπιεσμένων ενστίκτων σε μορφή τέτοια που να επιτρέπει στον συνομιλητή την ταύτιση μαζί του. Εξαιρετική η παρουσία του επί σκηνής.

Τέλος, αξίζει να υπογραμμίσουμε την ερμηνεία τού Πάρη Λεόντιου στον ρόλο τού Ιάσωνα. Ένας ρόλος που δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Ένα παιδί, με σαδιστικές απαιτήσεις, οι οποίες αντιγράφουν τις στάσεις των ενηλίκων, κυρίως του πατέρα του (βλ. Τσακ: Βαγγέλης Αλεξανδρής), με αντιδράσεις που ανάγονται σε περιστατικά ψυχοπαθολογίας. Συγκροτημένα ξεδιπλώνει την πατριαρχική δέσμη υποταγής σε ιεραρχικά σχήματα και καθετοποιημένες δομές τού οικογενειακού περιβάλλοντος, αναδεικνύοντας παράλληλα τη θυματοποίηση της γυναίκας και τον ρόλο της στον ευνουχισμό τού ιδίου. Κινείται στη σκηνή με ανατομική καθοδήγηση και ενσαρκώνει μία ατομικότητα με πολλαπλούς αποδέκτες.

Στο σύνολο του έργου, φυσικά, ιδιαίτερη η αφηγηματική ικανότητα του Στέλιου Μάινα στην εισαγωγή, κάθε φορά, στις επεξηγηματικές αναφορές τού έργου. Ενώ και στον ρόλο του πατέρα, χειρίστηκε με επαγγελματισμό, δίχως συναισθηματικές υπερβολές, τις στιγμές κορύφωσης ενός προσωπικού (βλ. κόρη) δράματος.

Η Έλλη Τρίγγου, απ’ την πλευρά της, δεν απέδωσε όσα αναμένονταν από έναν ρόλο με διακυμάνσεις συναισθηματικής υφής και ψυχικής σύγκρουσης. Έμοιαζε περισσότερο ομοιόμορφη στις εκφράσεις της, σε όλα τα στάδια εξέλιξης της πλοκής, γεγονός που αδίκησε τόσο την ίδια, όσο και τον ρόλο. Σε κανένα σημείο τού έργου δεν κατανοήσαμε την εσωτερική διαπάλη ανάμεσα στην αστική ζωή (που την καταπίεζε) και την επαρχιακή ζωή (που έμοιαζε να την απελευθερώνει). Δεν αρκεί να λες την αλλαγή από τη μία περίπτωση στην άλλη, αλλά οφείλει ο/η σκηνοθέτης να καθοδηγήσει τον/την ηθοποιό στη μορφή που θα εκφράσει με τον πλέον πειστικό τρόπο αυτή τη μετάβαση. Σε αυτό το σημείο η οπτική τής Λίλλυς Μελεμέ ίσως επισκιάστηκε από τη δυναμική την οποία τροφοδοτεί η δημοσιότητα ενός προσώπου και δεν αναζήτησε τις βαθύτερες πτυχές του έργο/ρόλο στις ικανότητές της.

Από κει και πέρα, η Νικολέττα Βλαβιανού, είχε περισσότερο συμβολικό ρόλο παρά ουσιαστικό. Ο Βαγγέλης Αλεξανδρής ξεχώρισε με τη ρεαλιστική φυσικότητα του στον ρόλο τού Τσακ. Συμβατικές επίσης οι συμμετοχές της Φωτεινής Παπαχριστοπούλου και της Νίνας Έππα, ενώ ο Θοδωρής Κατσαφάδος βήμα το βήμα ανέδειξε τις κρυφές πτυχές τής ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης όταν μετατράπηκε από καλοκάγαθο ηλικιωμένο τυφλό άνδρα σε έναν εγωκεντρικό καθοδηγητή, αποδεικνύοντας την υποκριτική του ποιότητα. 

Ένα έργο σταθμός στις εικόνες του παρόντος και του μέλλοντος, σε έναν κόσμο που αρνείται πεισματικά να κοιτάξει το είδωλό του στον καθρέφτη τής ιστορίας.

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.