Κριτική: «Ο Υπέροχος Γκάτσμπυ» του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ σε σκηνοθεσία Αλέξιου Κοτσώρη

Κριτική για την παράσταση «Ο Υπέροχος Γκάτσμπυ» του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ στο Αγγέλων Βήμα, σε μετάφραση Μαργαρίτας Δαλαμάγκα-Καλογήρου και σκηνοθεσία Αλέξιου Κοτσώρη.

Μία εποχή πολλαπλών αποχρώσεων και αισθητικής φρενίτιδας, αυτή τής δεκαετίας τού 1920, ξεδιπλώνεται στο θέατρο «Αγγέλων βήμα» και ο υπέροχος Γκάτσμπυ τού Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ αποκτά υπόσταση υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση τού Αλέξιου Κοτσώρη, σε επιλογή δραματολογίου και μετάφραση Μαργαρίτας Δαλαμάγκα-Καλογήρου και θεατρική διασκευή Simon Levy.

Τί επιδιώκει ο συγγραφέας μέσα από τις σελίδες τού έργου του; Από τη μία πλευρά, την καταγραφή των στοιχείων εκείνων που συνέθεσαν το «αμερικανικό όνειρο» μετά το τέλος τού Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και από την άλλη πλευρά, να στιγματίσει τις αντιλήψεις τής νέας αριστοκρατίας που ξεδιπλώνεται στις τάξεις τής Νέας Υόρκης. Μία εποχή κατά την οποία το χρήμα ερμηνεύεται ως ο επίγειος παράδεισος, μέσα από τον πλούτο τού οποίου είναι εφικτή η κατοχή τής ευτυχίας· μία εποχή στην οποία η τζαζ μουσική προσδίδει την ψευδαίσθηση του ιλιγγιώδους ρυθμού των αλλαγών και των ψευδαισθήσεων για το μέλλον που έπεται. 

Σε αυτό το πλαίσιο ο επίδοξος συγγραφέας Νικ Κάραγουεϊ (στον ρόλο ο Αριστείδης Βέβης) εγκαταλείπει τις μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ για τη Νέα Υόρκη. Η τελευταία αποτελεί το επίκεντρο μίας νέας οπτικής θέασης των πραγμάτων. Μία νέα ηθική αντίληψη ξεδιπλώνεται στην χαλαρότητα των κανόνων και των όρων κοινωνικής συμβίωσης, ενώ ο έρωτας και τα ειδύλλια μετατρέπονται στη βιτρίνα συγκάλυψης τής αδυναμίας των προσώπων να ερωτευτούν πραγματικά, να νιώσουν τη βαθύτητα των συναισθημάτων τους, να γνωρίσουν την ουσία τής ταυτότητάς τους. Διαρκώς επενδύουν σε εξωτερικά γεγονότα και καταστάσεις, όλα όσα οι ίδιοι δεν αντέχουν να αντικρίσουν στον εαυτό τους. Η αλήθεια τού «εγώ» και η υλική εξωτερική ατμόσφαιρα, που ολοένα μοιάζει να ισοπεδώνει τον άνθρωπο στις τεχνητές τής ανάγκες, αποκτούν απόσταση ικανή να συμπαρασείρει όνειρα, επιθυμίες, προσδοκίες, καταλήγοντας στη ματαιότητα και το αδιέξοδο. Ο κόσμος τού Γκάτσμπυ είναι ένα τεχνητό μόρφωμα ως προέκταση των υλικών επιδιώξεων, που αντικατέστησαν την επιθυμία για ζωή, με την επιθυμία για επιβίωση, έστω και μορφικά πλαστή. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Αλέξιος Κοτσώρης σκηνοθετεί με μαεστρία τον χώρο και τους ηθοποιούς ενός πολυμελούς θιάσου. Δείχνει εν τοις πράγμασι πως έχει κατανοήσει όχι απλώς το κείμενο, αλλά την ίδια την εποχή. Αναπαριστά με συμβολικούς, κάθε φορά, τρόπους το χωροχρονικό τής υπόθεσης. Δεν επιτρέπει στον θεατή να αμφισβητήσει τη ρεαλιστική μεταφορά τού έργου, ακριβώς επειδή προσδίδει περιεχόμενο στις κινήσεις των σωμάτων και τη ρυθμική αντιστοιχία των γεγονότων. Τα σώματα των ηθοποιών για τον Κοτσώρη είναι η χρυσή τομή ανάμεσα στο κενό τού χρόνου και τη δυνατότητα μετάπλασής του στο παρόν. Κάθε σκηνή, σε ένα κατά τα άλλα αφαιρετικό σκηνικό, συμβολίζουν μία κατεύθυνση, μία πορεία με επαναλαμβανόμενα εμπόδια στα οποία οι ήρωες εναλλάσσονται και αφηγηματικά μεταπηδούν από τη μία κατάσταση στην επόμενη, δίχως σταματημό ως το τέλος. Θεωρώ εξαιρετικά στοχευμένη τη συγκεκριμένη σκηνοθετική άποψη και άκρως αποτελεσματική για έργα αυτών των απαιτήσεων.

Αξίζει, σε συμπλήρωση όσων προαναφέραμε, να σταθούμε σε τρεις ρόλους κλειδιά τής παράστασης. Ο Αριστείδης Βέβης ως Νικ Κάραγουεϊ είναι μεστός νοημάτων επί σκηνής. Οι μορφασμοί τού προσώπου, οι θέσεις τού σώματος και οι σταθερές κινήσεις με γνώμονα την ανάδειξη των συνομιλητών κάθε σκηνής, αποτελεί αποτέλεσμα συστηματικής εργασίας, αλλά και ενσυναίσθησης. Ένας ρόλος αίνιγμα για κάθε απόπειρα μεταφοράς τού έργου στο θεατρικό σανίδι, στο πρόσωπο του Αριστείδη Βέβη κερδίζει την αποδοχή.

Αντίστοιχα, ο Γιώργος Γκιόκας ως Τομ Μπιουκάναν είναι απλά καθηλωτικός. Μία ερμηνευτική επιλογή αντάξια ενός ρόλου με πολλαπλά επίπεδα απαιτήσεων και δυσκολιών απόδοσης. Ο Γιώργος Γκιόκας έχει ταλέντο ζηλευτό και η δυναμική των κινήσεών του μετέδωσε με τον πλέον δεικτικό τρόπο τις εξωτερικές όψεις μίας ευμετάβλητης κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτοί οι δύο ρόλοι με τους εν λόγω ηθοποιούς καθρεφτίζουν το σύνολο του έργου. Από τη μειλίχια σκέψη και έκφραση έως τη δυναμική και επιθετική συμπεριφορά, η συλλογική ζωή μεταβάλλεται και μαζί της οι άνθρωποι που την αποτελούν στέκουν μετέωροι σε μία επικίνδυνη ισορροπία.

Ο τρίτος παράγοντας καίριας σημασίας υπήρξε η Ευγενία Καραμπεσίνη ως Ντέιζι Μπιουκάναν. Μολονότι στην αρχή τού έργου μοιάζει να αναπτύσσει την προσωπικότητά της σταδιακά και αυτό να αποτελεί αρνητικό γνώρισμα για έναν κεντρικό ρόλο, ωστόσο, καθώς το έργο επεκτείνεται και διευρύνεται η παρουσία της επί σκηνής, ξεδιπλώνει ταλέντο ζηλευτό και ψυχογραφική καταγραφή ιδιαίτερων εντυπώσεων. Καταλήγει να υπηρετεί όχι έναν ρόλο, αλλά μία ανθρώπινη ύπαρξη δοκιμασιών και διχογνωμιών, με την ίδια στο κέντρο των μεταβολών, γεγονός όχι δεδομένο στο σύγχρονο θέατρο.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Από κει και πέρα, μιας και η παράσταση δεν υπολείπεται ποιότητας σε κανένα σημείο της, η Φωτεινή Τεντολούρη ως Μίρτ Γουίλσον/Κομπέρ με τον δυναμισμό που τη διακρίνει προσθέτει διακριτό χαρακτήρα στους ρόλους και παρουσία ικανή να μαγνητίσει τους συσχετισμούς ανάμεσα στα πρόσωπα και τις εξελίξεις, η Λήδα Μανούσου Αλεξίου ως Τζόρνταν Μπέικερ και κυρία ΜάκΚι και ο Νάσος Φρίγγης ως κύριος Γουίλσον, Μάιερ Γουλφσχάιμ και κύριος ΜάκΚι συνθέτουν ένα σύνολο ερμηνειών με ταυτότητα που επιτρέπουν το κοινό να μείνει προσηλωμένο στις εξελίξεις τής πλοκής και να κατανοεί ταυτόχρονα τις διαφοροποιήσεις που συμβαίνουν στην αμερικανική κοινωνία.

Η κινησιολογία ανήκει στον Χρήστο Νικολάου, ενώ η πρωτότυπη μουσική σύνθεση στον Φάνη Κακοσαίο, τα σκηνικά είναι της Ελεονώρας Καραβάνη και οι ενδυματολογικές επιλογές τής Nora Ponti. Επίσης, τον σχεδιασμό φωτισμού έχει κάνει ο Βασίλης Κλωτσοτήρας. 

Μία παράσταση εξαιρετικά δομημένης απάντησης και μορφοποίησης στο κείμενο του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ.

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.