Κριτική: «Πονηρό πνεύμα» από τον Γιάννη Χουβαρδά / Η αθέατη πλευρά της ψευδαίσθησης

«Το χιούμορ πρέπει να είναι ένα υπέροχο μεζεδάκι, όπως το χαβιάρι. Ποτέ μην το πασαλείβεις παντού όπως τη μαρμελάδα» υποστήριζε ο Νόελ Κάουαρντ και η κωμωδία με τίτλο «Πονηρό πνεύμα» επιβεβαιώνει, με τον πλέον εμφατικό τρόπο, την διαχρονική αξία της χρήσης του στην σκηνή του θεάτρου.

Με γνώση των ορίων του, ορθή ανάγνωση του ιστορικού του υποβάθρου (δεδομένου του γεγονότος ότι το έργο γράφεται στα 1941, υπό το βάρος της καταστροφικής μανίας της γερμανικής αεροπορικής επίθεσης στην Αγγλία) και αξιοποίηση της ειρωνικής διάθεσης σε έναν κόσμο αντιθέσεων και αμφιβολιών (ποιος άραγε, εν μέσω θανάτων απ’ τους βομβαρδισμούς, θα σκεφτόταν να ανεβάσει στο θέατρο πράξη κωμωδίας με επίκεντρο πνεύματα νεκρών;), ο σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς απογειώνει την πλοκή και με τρόπο ισορροπημένο, μας μεταφέρει στις δαιδαλώδεις αναγνώσεις του.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Συνοπτικά, η ιστορία αφορά τον συγγραφέα Τσαρλς Κόντομιν και την σύζυγό του Ρουθ, γάμος ο οποίος βιώνει συγκρούσεις και εκατέρωθεν αμφισβητήσεις. Στην εξίσωση, μέσα από τελετουργικά μεταφυσικής δυναμικής, εισέρχεται η πρώην σύζυγος Ελβίρα, ερχομός ο οποίος θα ανατρέψει τα μέχρι πρότινος δεδομένα και θα οδηγήσει σε αποκαλύψεις και ακραίες κορυφώσεις.

Το σκηνικό το οποίο στήνει επιδέξια η Εύα Μανιδάκη είναι αυτό της λιτότητας και του συμβολισμού. Ένα πιάνο, μία κάβα ποτών μετακινούμενη σε τέσσερις τροχούς, κι ένα φυσικό τοπίο εστιασμένο στην αντανάκλαση του εξωτερικού περιβάλλοντος, κοσμούν την σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Ένας χώρος αφαιρετικός και συνάμα εμπλουτισμένος με όλα όσα ο θεατής καλείται να αντικρίσει. Το βασικότερο μήνυμα εξ αυτών είναι το γεγονός της διαρκούς μεταβολής και της μετάβασης από σημείο σε σημείο. Ο χώρος είναι στιγμιαίος. Έπεται νέος χώρος που, με τη σειρά του, ακολουθείται από καινούργιες διαστάσεις της ανθρώπινης δράσης. Ο άνθρωπος εξαναγκάζεται να προχωρήσει, παρά τα εμπόδια που συναντά στο διάβα του και αυτήν ακριβώς την αναγκαιότητα εξυπηρετεί έντεχνα η σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά. Δίχως περιττές λεπτομέρειες, επικεντρώνει την ουσία των πραγμάτων στα σώματα των ηθοποιών. Η γλώσσα του σώματος, σε συνδυασμό με την εκφορά του λόγου, που πότε περιστρέφεται γύρω από την αδυναμία επεξήγησης των φαινομένων και πότε εργαλειοποιείται για να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, αποκτά υπεραξία στην συγκεκριμένη παράσταση.

Η κινησιολογία της Μαρκέλλας Μανωλιάδη ουσιαστική και, παράλληλα, δεικτική. Οι ηθοποιοί ακτινογραφούν τα σύνορα του ατομικού τους χώρου μέσα από ενέργεια και ρυθμό, συντονισμένοι από τις μουσικές συνθέσεις του Θοδωρή Οικονόμου, προσδίδοντας περιεχόμενο, σε κάθε τους βήμα, επί σκηνής. Κινούνται μεθοδικά, με τέμπο, σα δείκτες ρολογιού. Σωματικές κινήσεις με επιμέλεια στην λεπτομέρεια και τον συντονισμό. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η σκηνή μετατρέπεται από τον Γιάννη Χουβαρδά σε μία άνευ όρων ευθυμία διασκέδασης. Μολονότι οι στιγμές που διανύουν οι πρωταγωνιστές προκαλούν την συναισθηματική, ψυχική και πνευματική εγρήγορση των θεατών, ωστόσο, η εν λόγω διεργασία λαμβάνει χώρα μέσα από την αίσθηση της ευαρέσκειας.

Οι πράξεις του έργου εναλλάσσονται η μία με την άλλη προκαλώντας στοχευμένο γέλιο, το οποίο ακολουθείται από γενικευμένη κριτική σκέψη, για όλα όσα γεγονότα διαδραματίζονται. Ο σκηνοθέτης, έχοντας εμβαθύνει στο έργο, ορίζει το πλαίσιο αυτού και της βασικής θεματικής που διαπερνά το σύνολο του κειμένου· την ανθρώπινη σχέση όπως την αποτυπώνει η κοινωνική σύμβαση του γάμου. Πίστη και απιστία, ζωή και θάνατος, μεταφυσική και πραγματικότητα, όλα συνυπάρχουν αρμονικά στον Νόελ Κάουαρντ.

Εάν η βιωμένη εμπειρία δεν μας επιτρέπει να διεισδύσουμε στον βαθύτερο ψυχισμό του ανθρώπου, τότε ας δοκιμάσουμε την εναλλακτική της μεταθανάτιας αγωνίας, μας συστήνει ο συγγραφέας. Σε μία αλληγορικά αναφορά στην έννοια της ατομικότητας, οι ήρωες επανεξετάζουν την ποιότητα του χαρακτήρα τους σε άμεση σύγκρουση με το παρελθόν και το παρόν των επιλογών τους. Κάθε μία από αυτές (βλ. επιλογές) ετεροπροσδιορίζεται από τις αντίστοιχες των συμβαλλόμενων μερών. Για να αντιμετωπίσει κανείς τις συνέπειες του χρόνου (και δη των ανολοκλήρωτων ερώτων που κατατρέχουν τη μνήμη), υιοθετεί την απόσταση, η οποία διευκολύνει την ανάγνωση των γεγονότων στην ολότητα του μικρόκοσμου των ηρώων.

Η επικοινωνία με τις δύο πτυχές του σύμπαντος κόσμου, αυτές των ζωντανών και των νεκρών, καθιστά τον πρωταγωνιστή της ιστορίας το μεταίχμιο σε μία πανδαισία κυκλοθυμικών εξάρσεων. Όταν η κορύφωση διαφωτισμού και ορθολογισμού, στον δυτικό πολιτισμό, ταυτίζονταν με τον ανταγωνισμό των στρατιωτικών εξοπλισμών και κατέληγε στο αιματοκύλισμα της Ευρώπης, ορισμένοι επέστρεφαν στις πνευματικές δυνάμεις ρομαντικής προέλευσης.

Η πνευματίστρια και οι συμμετέχοντες, ακόμη κι αν δεν λαμβάνουν σοβαρά υπόψιν τους την πλοκή της μυστικής αυτής πράξης, ωστόσο, καλούνται να αναπαραστήσουν το κενό στην ανθρώπινη ιστορία, κενό το οποίο δεν είναι άλλο από την έλλειψη απόκρισης στις επιθυμίες και τις βουλήσεις για τα μελλούμενα που η ιστορία ακολουθεί. Ο άνθρωπος νιώθει ανύπαρκτος και αδύναμος να αντιμετωπίσει τις επενέργειες του εξωτερικού περιβάλλοντος κόσμου και καταφεύγει σε μυστικιστικές τελετουργίες για να συνδεθεί με την ατομικότητα την οποία έχει απωλέσει στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Επομένως, την παράσταση οφείλει να την αναλύσει κανείς και με όρους ψυχαναλυτικής προσέγγισης. Οι τελευταίοι αποτυπώνονται ευδιάκριτα στους ρόλους των ηθοποιών.

Ο Αργύρης Ξάφης ενσαρκώνει τον Τσαρλς και καθηλώνει με την δεινότητα της ερμηνείας του το φιλοθεάμον κοινό. Ενέργεια, δυναμική, ενσυναίσθηση, συναισθηματικές μεταβολές και γοητεία επί σκηνής που προσθέτει τα διακριτά γνωρίσματα της φυσιογνωμίας του ήρωα, είναι απλά απολαυστικός. Αξίζει να υπογραμμιστεί η μεστότητα του λόγου και η απόκριση στις απαιτήσεις με τρόπο άμεσο και επιθετικό, γεγονός το οποίο κεντρίζει το ενδιαφέρον και την αποδοχή.

Η Κωνσταντίνα Τάκαλου, στον ρόλο της συζύγου Ρουθ, διαθέτει θεατρική παιδεία και αυτό καταγράφεται στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τις μεταπτώσεις της διάθεσης και την εξωτερίκευση των εσωτερικών, αθέατων, όψεων της εμπειρίας. Έχει ζηλευτή χάρη στην σκηνή και με μαεστρία ακτινογραφεί τις αντιθέσεις τις οποίες παρουσιάζει ο ρόλος.

Στο φιλικό ζευγάρι των Μπράντμαν, η Κατερίνα Λέχου και ο Γιώργος Γλάστρας, υποδύονται τους συμμετέχοντες στην πνευματιστική διεργασία. Ένα ζευγάρι με έντονες συγκρούσεις, που καταλήγουν να διακωμωδούν τις αδυναμίες τους, ενισχύει τους πρωταγωνιστικούς ρόλους με ποιότητα και γνωρίσματα χειρουργικής ακρίβειας. Νιώθουν ελεύθεροι στην σκηνή και αυτό αποτυπώνεται στην τεχνική της προοπτικής την οποία αποδίδουν στο «δίδυμο» ρόλο τους. Έχουν χαρακτήρα γεμάτο νοήματα και τον συντηρούν με επιδεξιότητα, καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου.

Τέλος, η Αμαλία Μουτούση, στο ρόλο της πνευματίστριας, συναρπάζει. Με εκκεντρικότητα και ευχέρεια κινήσεων, διασκεδάζει, κυριολεκτικά, επί σκηνής και «σπρώχνει» τους θεατές να την ακολουθήσουν σε ένα παιχνίδι μαγείας. Και το πετυχαίνει με τρόπο εξαιρετικά ελκυστικό. Οι Άννα Μάσχα και Ειρήνη Λαφαζάνη εξισορροπούν το έργο με αέναες κινήσεις και χρώμα στην σκληρή όψη του θανάτου. 

INFO: Από 25/02, κάθε Πέμπτη 19:00, Παρασκευή 20:30, Σάββατο 20:30 και Κυριακή 19:30 στην Κεντρική Σκηνή του Κτηρίου Τσίλλερ στο Εθνικό Θέατρο (Αγίου Κωνσταντίνου 22-24 / 2105288170-171) Προπώληση: ticketservices.gr, τηλεφωνικά: 210 7234567, εκδοτήρια: Πανεπιστημίου 39 (Στοά Πεσμαζόγλου)

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.