Κριτική: Κατερίνα / Η διαθλασμένη εικόνα του φόβου

Στο κατάμεστο θέατρο Αυλαία, μόλις έσβησαν τα φώτα, τα βλέμματα όλων στράφηκαν στη σκηνή κι έμειναν εκεί καθηλωμένα ως το τέλος, παρόλα τα δάκρυα που τα είχαν θολώσει. Η Λένα Παπαληγούρα, ξυπόλητη και με ένα απλό φόρεμα, κάνει την εμφάνισή της στη σκηνή θυμίζοντας αερικό, συντροφιά με τον σκηνοθέτη της παράστασης Γιώργο Νανούρη. Η παρουσία της σε βυθίζει ευθύς εξαρχής σε έναν κόσμο σκληρό και επώδυνο, σε ένα μεταβατικό στάδιο, όπου η κόλαση και ο παράδεισος δεν είναι τίποτε άλλο από τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, με την ίδια ακριβώς αξία και σπουδαιότητα. 

Η Κατερίνα –του Κορτώ, του Νανούρη και της Παπαληγούρα- είναι ένα αερικό, φερμένο μόνο για λίγο από άλλο κόσμο στον δικό μας, προκειμένου να πει μέσα σε εβδομηνταπέντε περίπου λεπτά, όλα όσα δεν θα μπορούσαν να ειπωθούν από κανέναν άλλον, με μια παρρησία που μόνο ο θάνατος μπορεί να παράσχει.  Από την εισαγωγική φράση που θα αρθρώσει – με κάθε μέσο, δυναμική και τρόπο- καθίσταται αδύνατον να πάρεις το βλέμμα σου από πάνω της. Η Κατερίνα… Ένα κράμα αξεδιάλυτων συναισθημάτων, ένα πλάσμα που σε βουτά με το κεφάλι στην υδάτινη κόλαση του μυαλού της, για να σε αφήσει να πάρεις ανάσα μόνο όταν εκείνη το επιθυμεί. Ενός μυαλού τρομαγμένου και ταραγμένου, καθαρού και αδιόρατου, που λυπάσαι, που μισείς, που διαφωνείς, που ουρλιάζεις εν τέλει μαζί του προκειμένου να πάψεις να το ακούς. Γιατί για ό,τι παύουμε να ακούμε –συνειδητά ή ασυνείδητα- συλλήβδην αναπτύσσουμε με αδιατάραχτη ευκολία την πεποίθηση της ανυπαρξίας του. Όμως, η Κατερίνα υπάρχει απέναντί μας και απέναντι στον φόβο και τον κοιτάζει θαρρετά. 

«Ο γιος μου με βρήκε». 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η εναρκτήρια φράση της παράστασης της Κατερίνας, με την οποία επί της ουσίας ξεκινά η αφήγηση ολόκληρης της πολυτάραχης ζωής της ηρωίδας, καταδεικνύει το κέντρο βάρους και τους πρωταγωνιστές του έργου. Για την Κατερίνα το τέλος είναι αρχή: η αρχή της εξιστόρησης των καταστάσεων, της παρουσίασης των προσώπων  και των γεγονότων που συνέθεσαν τα κομμάτια του πάζλ της ζωής της, χωρίς ψόγους και προσβολές προς κανένα πρόσωπο, αλλά με συναισθηματικές κορώνες και με σκωπτική ματιά έναντι όσων καταστάσεων την πλήγωσαν και προσέθεσαν ένα μικρό λιθαράκι στο βάρος που από έφηβη κουβαλούσε εντός της.

Η αφήγηση αυτή, ο εξομολογητικός μονόλογος της λογοτεχνικής ηρωίδα που παίρνει σάρκα και οστά στο θέατρο, καθοδηγείται δεξιοτεχνικά από ένα άλλο πρόσωπο: το γιο της. Ένας αριστοτεχνικός μαριονετίστας, όπου έπειτα από λίγο την αφήνει να αυτονομηθεί και να αποκτήσει τη δική της φωνή και υπόσταση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης ο λόγος της Κατερίνας θυμίζει καρδιογράφημα. Κυματιστός, με έντονες συναισθηματικές και βίαιες εξάρσεις, αλλά και με στιγμές γέλιου και απόλυτης ευτυχίας. Από τη Μήδεια, που σκότωσε τα παιδιά της, στην Κλυταιμνήστρα, που εκδικείται την θυσία του δικού της παιδιού, από το φως στο σκοτάδι, από την ζωή στον θάνατο και από την κόλαση στον παράδεισο συντίθεται μία ζωή απόλυτων συναισθημάτων μέσα από την διαθλασμένη εικόνα που είχε η Κατερίνα για τον κόσμο, εξαιτίας της μανιοκατάθλιψης και του αυτοκτονικού ιδεασμού, για να συνειδητοποιήσουμε ότι ο κόσμος δεν είναι τόσο παράλογος και ούτε πολύ μακριά από τον δικό μας. 

Η Κατερίνα είναι μια πολύπαθη ηρωίδα. Μία ηρωίδα που παλεύει να ζήσει παρά τις στερήσεις και τον πόνο που της προκαλεί η ασθένεια και που την οδηγεί εν τέλει στον θάνατο. Να ζήσει για τον γιο της που υπεραγαπά, την ίδια στιγμή που επιθυμεί διακαώς τον θάνατό της, για να σταματήσει να σκέφτεται, να υπάρχει, να κάνει λάθη. Ο θάνατος για την Κατερίνα είναι λύτρωση από μια ζωή σκέψεων, που επί της ουσίας τις κουβαλάει στις τσέπες της και την βυθίζουν μέρα τη μέρα. Η Κατερίνα ορίζεται από την ασθένειά της και ταυτόχρονα προσπαθεί να την ορίσει με όποια μέσα μπορεί –δόκιμα ή αδόκιμα- προκειμένου να νιώσει ζωντανή. 

Η Κατερίνα δεν είναι μία εύκολη παράσταση, ούτε μία παράσταση το τέλος της οποίας σε αφήνει μετέωρο ή κενό. Η θεατρική αυτή δημιουργία, αφήνει μία λεπτή άλικη πληγή, μια ανεπαίσθητη τομή σαν χειρουργικού νυστεριού, η οποία μόλις περάσει ο πρώτος πόνος θα λειτουργήσει θεραπευτικά σε όποιο σημείο επιθυμεί ο ίδιος ο θεατής να θεραπευτεί. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στα τεχνικά κομμάτια, η ευρηματική σκηνοθεσία του Γιώργου Νανούρη έχει καταφέρει το ακατόρθωτο: να μεταφέρει την λογοτεχνική ιστορία σε θεατρική, χωρίς αυτή να χάσει καμία από τις δύο ιδιότητές της, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει τις ενδότερες και σπουδαιότερες πτυχές αυτής της μοναδικής ηρωίδας. Ο γιος-αφηγητής του βιβλίου μετατρέπεται στην παράσταση σε γιο-σκηνοθέτη, ο οποίος κινεί αθόρυβα -σχεδόν αόρατα- τα νήματα. Το φως, το σκοτάδι, η μουσική, η «τρέλα» και η λογική έρχονται στην επιφάνεια με τον μοναδικό τρόπο που μόνο ένας άριστος γνώστης του θεάτρου μπορεί να το επιτύχει. 

Από την άλλη μεριά η Λένα Παπαληγούρα για παραπάνω από μία ώρα ενσαρκώνει την Κατερίνα, χωρίς όρια και στεγανά, χαρακώνοντας τον εαυτό της με κάθε λέξη που ξεστομίζει η ηρωίδα, με κάθε κραυγή απόγνωσης ή δάκρυ χαράς. Με τεχνική άρτια και αψεγάδιαστη –δείγμα πως είναι από στόφα σπουδαίας ηθοποιού- καταφέρνει να απαρνηθεί κάθε ίχνος της δικής της οντότητας και να βυθιστεί στο σκοτεινό και δύσβατο μονοπάτι της ηρωίδας της, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις που αρχίζει η μία και που τελειώνει η άλλη. Η Κατερίνα απλώς χρησιμοποιεί το πρόσωπο και την φωνή της Λένας και η Λένα αφήνει το σώμα της με πίστη τυφλή και απόλυτη στα ασταθή χέρια της Κατερίνας. Η Παπαληγούρα δεν διστάζει στιγμή να απιθώσει στη θεατρική σκηνή τον ψυχισμό της, να ξεγυμνωθεί για να δείξει την αγάπη της για την δική της Κατερίνα, από την πρώτη φράση της ηρωίδας, μέχρι το –εξόχως- παρατεταμένο χειροκρότημα στο τέλος της παράστασης και τα ευχαριστήρια δάκρυα της ηθοποιού. Αυτές είναι οι μόνες στιγμές που η Κατερίνα εγκαταλείπει τη Λένα. Η Κατερίνα είναι επιβλητική ακόμη και έναντι εκείνης που της δίνει υπόσταση. 

Η Κατερίνα, έπειτα από τις sold out παραστάσεις που έδωσε στο θέατρο «Αυλαία» στην Θεσσαλονίκη, ανεβαίνει ξανά για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων στην Αθήνα στο θέατρο Προσκήνιο.

Info: Για λίγες μόνο παραστάσεις ακόμα – Τρίτη 18, Κυριακή 23, Δευτέρα 24 και Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020 στο Θέατρο Προσκήνιο ( Καπνοκοπτηρίου 8, Αθήνα / 2108256838)