Στην πρόβα της «Μήδειας» στο Ξενοδοχείο Μπάγκειον: μια παράσταση – τελετουργία

Η πρόβα είχε ήδη ξεκινήσει όταν ανέβαινα τα μαρμάρινα σκαλοπάτια του «Ξενοδοχείου Μπάγκειον» αυτής της ιστορικής γωνιάς της Ομόνοιας.

Δωρικά τύμπανα ακούγονταν σε συνδυασμό με απόκοσμες και μυστικιστικές μελωδίες. Μπήκα και «σκάναρα» γρήγορα το χώρο. Η λιγνή φιγούρα της Μήδειας, καθισμένη και παραδομένη στο έλεος του Κρέοντα και γύρω όλοι όσοι γίνονται μέτοχοι αυτής της τραγωδίας να κρυφοκοιτάν, να κρυφακούν και να συμπάσχουν.

Στον ερειπωμένο χώρο του Μπάγκειον σ’ ένα ετοιμόρροπο σκηνικό έτοιμο ανά πάσα στιγμή να καταρρεύσει, είναι που κινείται αυτή η λεπτή μαυροφορεμένη φιγούρα της Μήδειας, που γλιστρά στον περιβάλλοντα χώρο σαν σκιά, που γίνεται ένα με το πάτωμα και τους τοίχους, ευθυγραμμίζεται με το χώμα.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η Τζούλη Σούμα ερμηνεύει τον ρόλο με τη δυναμική της ψυχής που είναι και αυτή έτοιμη να καταρρεύσει, όπως ο κόσμος γύρω της και που όμως μέσα στην συντριβή της ορθώνεται.

Αυτή η Μήδεια, είναι του Ευριπίδη, διαθέτει όμως με το «καλημέρα» μια ατμόσφαιρα διαφορετική. Αυτή η Μήδεια έχει την ανάγνωση και το βλέμμα του Δημήτρη Γεωργαλά, μια άλλη οπτική τόσο δραματουργικά όσο και σκηνικά. Αυτή η Μήδεια έχει από πίσω της μια άλλη ένδοξη θεατρική ιστορία.

Στο περιθώριο αυτής της πρόβας, και πραγματικά εντυπωσιασμένοι από ένα άλλο, διαφορετικό στον συμβολισμό του σκηνικό τέλος της τραγωδίας, το οποίο αξίζει να μην αποκαλυφθεί και να διατηρηθεί η έκπληξη, μιλήσαμε με τους συντελεστές της παράστασης.

«Αυτή η ιστορία ξεκίνησε 2, 5 χρόνια πριν», θα μας πει υπερήφανα ο Δημήτρης Γεωργαλάς. «Όταν ανακοινώθηκε ότι στην Χάγη θα γίνει ένα φεστιβάλ με θέμα τη Μήδεια, το οποίο θα κρατούσε τρία χρόνια δηλ. κάθε χρόνο θα ανέβαινε και ένα έργο χρηματοδοτημένο από το Stet Theater Den Haag, το αγγλόφωνο θέατρο της Χάγης το οποίο στεγάζεται στο Βασιλικό Θέατρο. Έφτιαξα την πρόταση, την κατέθεσα και το δέχτηκαν. Άλλος θίασος τότε, δουλέψαμε τότε όλο το καλοκαίρι εδώ, τον ρόλο τον έπαιζε η Μαριάνθη Σοντάκη και παίξαμε τον Νοέμβριο τρεις παραστάσεις. Στην Ελλάδα δεν έχει παρουσιαστεί ποτέ, είναι πρώτη φορά που θα παίξει η παράσταση για το Ελληνικό κοινό.»

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Λειτουργεί η αρχαία ελληνική τραγωδία σε κλειστό χώρο; είναι αυτόματα το πρώτο ερώτημα που γεννάται μιας – και αυτή είναι μια αλήθεια- το κοινό στην Ελλάδα είναι συνηθισμένο και «εκπαιδευμένο» στα ανοιχτά θέατρα. «Είναι εκ των πραγμάτων μια διαφορετική προσέγγιση» θα μας τονίσει ο σκηνοθέτης «Ο κλειστός χώρος μας επιτρέπει να δώσουμε ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στον λόγο και στις αποχρώσεις του, όπως επίσης και να δώσουμε μια άλλη διαφορετική παράσταση της τραγωδίας» θα μας μιλήσει με ενθουσιασμό.

Πιο κατατοπιστική η Τζούλη Σούμα θα συμπληρώσει: «Ομολογουμένως ο χώρος μας δίνει άλλη ποιότητα στο πως. Τα τι και τα γιατί είναι δεδομένα στην τραγωδία. Αυτό που κάθε φορά αλλάζει είναι το πώς. Εδώ λοιπόν, που είναι από μόνο του ένα ρημαγμένο τοπίο (σκηνικά εμείς θα έχουμε μόνο τρεις καρέκλες και τα φώτα βεβαίως), ο χώρος σε υποβάλλει, σε προδιαθέτει και βέβαια η σκηνοθεσία σε καθοδηγεί η προσέγγιση να είναι λίγο διαφορετική. Οφείλω να πω, γιατί το συζητούσαμε και στις πρόβες με τον Δημήτρη, ότι πάντα ακόμα και όταν παίζουμε στην Επίδαυρο και τα πράγματα είναι πολύ πιο ανοιχτά, η διαδρομή για να πιάσουμε την ψυχοσύνθεση των ηρώων, ξεκινάει από πολύ χαμηλά από τον ψίθυρο, από τον πυρήνα και την ουσία. Θα έχει πολύ ενδιαφέρον εδώ γιατί θα λειτουργούμε από πολύ εσωτερικές θερμοκρασίες μέχρι και σε στιγμές που το κείμενο σε πάει σε πιο εκρηκτική ας πούμε κατάσταση. Θα είναι πραγματικά πολυδιάστατο το πώς.»

Και η προσέγγιση της ίδιας καθαυτής της τραγωδίας είναι εντελώς διαφορετικός τόσο σκηνικά όσο και δραματουργικά. Ο Δημήτρης Γεωργαλάς θα μας μιλήσει για όλα αυτά τα σημεία που διαφοροποιούν την παράσταση από άλλα ανεβάσματα που έχουμε δει «Έχουμε σαφώς λιγότερα πρόσωπα» μας εξηγεί, «ο χορός δεν είναι γυναίκες, αλλά άντρες, οι οποίοι ωστόσο εξυπηρετούν όλες τις ανάγκες του έργου, αλλάζοντας. Μέσα από τον χορό βγαίνουν, αναδύονται τα πρόσωπα και οι ρόλοι, οπότε ουσιαστικά ξεκινώντας από τους ανδρικούς ρόλους οι οποίοι καλύπτουν και τον ρόλο του χορού. Τα αντρικά πρόσωπα γίνονται ο γυναικείος χορός όταν το απαιτεί η παράσταση. Μια ακόμη διαφορά είναι ότι δεν υπάρχει ο Παιδαγωγός, και η Τροφός έχει αναχθεί σε βασικό πρόσωπο, η σχέση Τροφού και Μήδειας γίνεται εδώ πολύ προσωπική σαν είναι δυο πολύ καλές φίλες, όχι με την αίσθηση της δούλας, είναι η έμπιστη φίλη της». Μιλά πραγματικά με ενθουσιασμό για αυτή τη νέα διάσταση που δίνει στον ρόλο της Τροφου. «Για μένα η Τροφός είναι μια ιδιαίτερη προσωπικότητα η οποία κατανοεί και φέρει ένα δικό της μυστικό σε σχέση με τη θέση της γυναίκας. Η Τροφός ενδεχομένως κουβαλάει και μια δική τραγωδία που δεν είναι όμως στόχος να αποκαλυφθεί στον θεατή, όμως θέλω να καταλάβει ότι αυτό το πρόσωπο δεν είναι διεκπαιρεωτικό. Είναι ένα πρόσωπο που εμπλέκεται πολύ βαθιά στην ιστορία».

Η Κυριακή Καραλουκά, που υποδύεται τον ρόλο θα επέμβει: «Ο Δημήτρης λέει ότι είναι η Γνώση με Γ κεφαλαίο, όπως άλλωστε είναι όλα κεφαλαία στην τραγωδία και η Γη, αυτή που ξέρει. Λέει από την αρχή λίγο ή πολύ τι θα συμβεί, μας βάζει από την αρχή στην ατμόσφαιρα και την πραγματικότητα τι έχει συμβεί και τι συμβαίνει . Είναι αλήθεια συνήθεια όταν παίζεται αυτή η τραγωδία, η Τροφός μπαίνει, λέει το πώς έχουν τα πράγματα και φεύγει . Εδώ ο Δημήτρης την θέλει, θέλει αυτήν την φιγούρα, αυτήν την γυναίκα,, αυτό το πλάσμα να είναι όπως όλοι μας, όλη την ώρα επί σκηνής. Αυτό για μένα έχει μια δυσκολία αλλά παράλληλα έχει τρομερό ενδιαφέρον να είναι ο ηθοποιός στη σκηνή όλη την ώρα χωρίς να μιλά και να ακούει».

Και η ίδια η Μήδεια; «Δεν την βλέπω σαν μια τραγωδιακή ηρωίδα από την αρχή. Προσπαθώ να την δω ως μια γυναίκα απλή, η οποία ξαφνικά περνάει στην απέναντι όχθη. Αυτή είναι άλλωστε και η βάση του τραγικού ήρωα, ο οποίος θα κάνει το μεγάλο βήμα πληρώνοντας και το μεγάλο τίμημα Αυτή σταδιακή ερήμωση, αυτή την κάνει ηρωίδα. Πάρα πολύ τονίζουμε ότι η Μήδεια είναι μια ξένη, μια πρόσφυγας, μια μετανάστρια, η οποία δεν έχει πουθενά να γυρίσει πίσω, είναι αποδιωγμένη από τον τόπο της και από το σπίτι της. Αυτό είναι ένα πολύ βασικό πράγμα που την εγκλωβίζει χωρίς διέξοδο, είναι σαν τους σημερινούς πρόσφυγες που δεν μπορούν να γυρίσουν πίσω. Κάθε προδοσία και κάθε επίθεση και κάθε εξευτελισμός που δέχεται μετράει πολύ παραπάνω γιατί δεν έχει αποκούμπι. Στην παράσταση η Μήδεια σιγά σιγά μένει όλο και πιο μόνη, όλο και πιο έρημη, όλο και πιο ανυπεράσπιστη.»

Ενώ η ίδια η Τζούλη Σούμα θα συμπληρώσει: «Ο Δημήτρης συνδυάζει την Μήδεια με την Φύση , που όταν πας να της κάνεις κάτι κακό θα σε εκδικηθεί. Δηλαδή μπορούμε από το πολύ μικρό και ίσως ευτελές (όπως ίσως φαίνεται το γεγονός «ό άντρας μου με εγκατέλειψε») να ανοίξει πια σαν βεντάλια και να προχωρήσει σε φιλοσοφικά, κοσμογονικά και υπαρξιακά θέματα. Έχει ένα τεράστιο πλούτο νοημάτων και συναισθημάτων. Έχοντας ψάξει βαθιά στο κείμενο φτάνω να πω πως ο Ευριπίδης είναι ο πρωτεργάτης του ψυχολογικού θεάτρου, πόσο έχει επηρρεάσει ο ίδιος όλους τους κατοπινούς. Υπάρχουν κάποιες λεπτές αποχρώσεις, που παρόλο έχουμε δει τόσες παραστάσεις στη ζωή μας. Μας αφήνουν άφωνους από την ψυχολογική διείσδυση που κάνει στον ψυχισμό του ανθρώπου είτε είναι άνδρας, είτε είναι γυναίκα.. Τον ανακαλύπτουμε συνεχώς σαν διαμάντι».

Μια επίσης διαφορετική προσέγγιση, είναι αυτή των ρόλων των δύο βασιλιάδων που εμφανίζονται στην τραγωδία, του Κρέοντα και του Αιγαία. «Ερμηνεύω και τους δυο ρόλους στο έργο, τον Κρέοντα και τον Αιγέα» μας λέει ο Νίκος Δερτιλής, «ο Κρέοντας είναι ο Βασιλιάς της Κορίνθου, είναι ένας πολύ σκοτεινός άνθρωπος. Σκοτεινός, αδίστακτος, επικίνδυνος και καθόλου αθώος. Ο Αιγαίας ο βασιλιάς της Αθήνας είναι το αντίθετο. Καλός θετικός φωτεινός και ευπροσήγορός ο οποίος βέβαια και αυτός έχει τις ρωγμές του. Είμαι και οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος της Εξουσίας. Και είναι αυτό ακριβώς που βρίσκω πολύ ενδιαφέρον ως ηθοποιός αυτόν τον ελιγμό ανάμεσα σε αυτές τις δύο διαμετρικά αντίθετες προσωπικότητες και πως αυτές οι διαφορές τους θα εισπραχθούν από το κοινό βλέποντας τον ίδιο άνθρωπο να τις αποδίδει σκηνικά. Είμαι η τομή, που συναντιούνται τα δύο άκρα».

Ο Γιώργος Σταυριανός υποδύεται τον Ιάσονα: «Έναν Ιάσονα που είναι το Απόλυτο Αρσενικό, το οποίο έρχεται αντιμέτωπο με το απόλυτο θηλυκό, και αυτά τα δυο απόλυτα τέρατα που είναι φτιγμένα για τον Απόλυτο Έρωτα φτάνουν στην απόλυτη καταστροφή σε όλα τα επίπεδα. Ο Ιάσωνας είναι εξουσιολάγνος, τρέφεται από αυτό από την εξουσία, μέχρι που έρχεται αντιμέτωπος με την εξουσία της Μήδειας-Γυναίκας»

Σε μια πιο σωματική ερμηνεία του ρόλου του ο Σταύρος Γιαννακόπουλος θα μας μιλήσει για τον Αγγελιοφόρο του: «Ο αγγελιαφόρος της τραγωδίας είναι ένας σημαντικός ρόλος διότι έρχεται και αφηγείται τα όσα συνέβησαν εκτός του χρόνου της σκηνικής δράσης ή εντός του οίκου που επί σκηνής δεν παρουσιάζονται. Ο αγγελιοφόρος της Μήδειας είναι από του πιο σημαντικούς αγγελιοφόρους, εμφανίζεται έχει μια ρήση που αναφέρει όσα συνέβησαν με τα δώρα που έστειλε η Μήδεια στην κόρη του Κρέοντα και πως απανθρακώθηκε φορώντας τα πέπλα και το στεφάνι που της έστειλε».

Η ατμόσφαιρα της παράστασης χαρακτηρίζεται τελετουργική, μυστικιστική σχεδόν. «Η παράσταση έχει την ατμόσφαιρα μιας ιδιαίτερης τελετουργίας» μας επισημαίνει ο Δημήτρης «Όχι δεν είναι αρχαία, φέρει μεν παραδοσιακά στοιχεία, χαρακτηριστικό ρόλο έχει παίξει η μουσική του Πλάτωνα Ανδριτσάκη, η οποία έχει ένα βάρβαρο στοιχείο, έρχεται από Ανατολή, η βαθιά μελετημένη διδασκαλία της κίνησης της Φαίδρας Σούτου και τα πολύ αρμονικά με το όλο ύφος κοστούμια του Δημήτρη Ντάσιου αλλά γενικά δεν νομίζω ότι η παράσταση φέρει ως χαρακτήρα μια κλασσική μορφή. Βοηθά και ο χώρος σε αυτήν την ατμόσφαιρα. Δεν έχει ανάγκη από σκηνικά. Έχουμε ωραία φώτα από τον Σάκη Μπιρμπίλη, ωραίες ερμηνείες και μια σκηνοθεσία που την έχω πραγματικά εξελίξει».

Η τελευταία μου ερώτηση απεύθυνεται στην Τζούλη Σούμα. Συμπερασματικά, λοιπόν, θα παραδεχόσουν πραγματικά «του έρωτα μέγα κακό»; για να πάρω την απάντηση άμεσα και κάθετα: «Ναι, τελικά! «Του έρωτα μέγα κακό, σπαράζεις τους ανθρώπους. Με την έννοια του έπαθα… Γι΄αυτό άλλωστε οι πρώτες λέξεις της ηρωίδας στην δική μας εκδοχή είναι Πονάω και Έπαθα. Είναι αυτό που λέμε ο Έρωτας που σου τρώει τα σωθικά, που είναι εις βάθος. Εγώ πιστεύω ότι όσοι έχουν αγαπήσει και έχουν βαθιά ερωτευτεί είναι πολύ τυχεροί άνθρωποι στη ζωή τους. Αν δεν έχεις ζήσει, δεν έχεις νοιώσει, δεν έχεις πάθει, δεν έχεις παθιαστεί είσαι ένας λειψός άνθρωπος, είσαι ένας άνθρωπος που δεν έχεις δονηθεί από αυτά τα πάθη. Εδώ έχουμε ένα πάθος στην ακραία του μορφή και για αυτό η Μήδεια είναι ένα τραγικό πρόσωπο».

Πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ.