Ο Νίκος Περάκης στο Tetragwno.gr: «Μπορώ να ισχυριστώ πως η όλη μου η σταδιοδρομία στο σινεμά πέτυχε»

«Είδα όλο αυτό τον κόσμο στις προβολές, άκουσα όλα αυτά τα χειροκροτήματα. Μου άρεσε αυτό. Σκέφτομαι τότε πως έκανα και κάτι καλά, φαίνεται πως κάτι πέτυχε. Μπορώ να ισχυριστώ πως η όλη μου η σταδιοδρομία στο σινεμά πέτυχε»

Ο αγαπημένος σκηνοθέτης του ελληνικού κοινού Νίκος Περάκης ήταν ένα από τα τιμώμενα πρόσωπα του πρόσφατου 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Το Φεστιβάλ πρόβαλε πέντε ταινίες του από διάφορες περιόδους της καριέρας του, επιλέγοντας χαρακτηριστικές του ταινίες τόσο ως σκηνοθέτης όσο και ως σκηνογράφος.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Θεσσαλονίκη, τον συνάντησα ένα πρωί στο λιμάνι για μια μικρή συνέντευξη συζητώντας για το έργο του και τη σχέση που έχει με τις ταινίες του, τους συνεργάτες και συναδέλφους του σε Ελλάδα και Γερμανία και άλλα και διάφορα για κινηματογράφο και μη. 
Η συνέντευξη έγινε στις 8 Νοεμβρίου 2023.

Πώς αποκτήσατε το ενδιαφέρον να ασχοληθείτε επαγγελματικά με τον κινηματογράφο; Θυμάστε τις πρώτες ταινίες που είχατε δει;
Τελειώνοντας το γυμνάσιο ήθελα να σπουδάσω σκηνογραφία. Αργότερα, βρέθηκα στο Μόναχο στη Γερμανία κατόπιν διάφορων συμβουλών που μου δώσανε. Πήγα εκεί, με πήρανε στη σχολή και έκατσα για τέσσερα χρόνια στο Μόναχο και όταν τέλειωσε η αναβολή που είχα πάρει από τον στρατό, επέστρεψα στην Ελλάδα να κάνω τη θητεία μου. Την περίοδο στη Γερμανία είχα δει πολλές ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ. Τις έβλεπα στην Ακαδημία σε μία λέσχη όπου πρόβαλε ταινίες κάθε είδους, ιστορικές, πολεμικές κλπ…

Θυμάμαι πως βάζαμε και κάποια υπογραφή πριν από συγκεκριμένες ταινίες πως θα δούμε την εν λόγω ταινία με δική μας ευθύνη και για να είναι σίγουροι πως δεν θα τους καταδώσεις αν π.χ. παρακολουθούσες ένα ναζιστικό υλικό αρχείου. Είχα βέβαια παρακολουθήσει και αρκετές καλλιτεχνικές ταινίες, αυτές του λεγόμενου art cinema. Κάπου τότε είχε γίνει ο διαχωρισμός του κινηματογράφου σε εμπορικό και καλλιτεχνικό.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μετά το Στρατό, πήγα ξανά στη Γερμανία. Άρχισα να δραστηριοποιούμαι περισσότερο στη σκηνογραφία. Δούλευα και σαν μαθητής της Σχολής Καλών Τεχνών, που έκανε μαθήματα σκηνογραφίας και ενδυματολογίας. Με τον καιρό συναντήθηκα και γνωρίστηκα με όλους αυτούς που έμειναν γνωστοί ως Νέος Γερμανικός Κινηματογράφος, μιας και διαχωρίζονταν από το προηγούμενο «σινεμά του παππού».

Ο Φόλκερ Σλέντορφ, σύμφωνα με τα λόγια του, σας θεωρεί μέλος του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου μιας και ήσασταν εκεί στη γέννησή του εκείνα τα χρόνια. Πώς σας φαίνεται αυτή του η άποψη;
Καλοσύνη του, με τιμά! Όντως δούλεψα με αυτούς που σήμερα θεωρούνται οι βασικοί εκπρόσωποι του σύγχρονου γερμανικού κινηματογράφου, όπως ο ίδιος ο Σλέντορφ, ο Ράινχαρντ Χάουφ, ο Έντγκαρ Ράιτς, ο Μπέρναρντ Ζίνκελ, ο Αλεξάντερ Κλούγκε, ο οποίος μάλιστα μου έδωσε την ιδέα για την ταινία μου «Μπόμπερ και Παγκανίνι, οι Απίθανοι Διαρρήκτες» (Bomber & Paganini, 1976).

Έχοντας δει τις περισσότερες δουλειές σας, πιστεύω πως το «Μπόμπερ και Παγκανίνι, οι Απίθανοι Διαρρήκτες» είναι από τις καλύτερες ταινίες σας. Τι γνώμη έχετε για αυτή σας την ταινία;
Δεν έχω κάνει και πάρα πολλές ταινίες στη Γερμανία ως σκηνοθέτης, αλλά αυτή είναι σίγουρα η καλύτερη γερμανόφωνη ταινία που έκανα εκεί.

Όταν μετά από καιρό βλέπετε τις ταινίες σας ξανά, τι αισθήματα σας προκαλούν;
Με κάθε ταινία που ξαναβλέπω αισθάνομαι κάτι διαφορετικό γιατί σκέφτομαι τις συνθήκες που έγινε, για ποιο λόγο έγινε, με ποιο τρόπο έγινε. Δεν έχω απαραίτητα μία ενιαία άποψη για όλες τους. Ξέρω τα προβλήματα κάθε μίας από αυτές. Κάποιες τις συμπαθώ ιδιαίτερα επειδή ήταν από τα αδικημένα παιδιά από πολλές απόψεις. Άλλες έγιναν κάτω από πίεση. Μάλιστα ήμουν τυχερός που έγιναν όπως έγιναν.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Για παράδειγμα, οι ταινίες «Λούφα και Παραλλαγή: Σειρήνες στο Αιγαίο» (2005) και «Λούφα και Παραλλαγή: Σειρήνες στη Στεριά» (2011) κατάφεραν να γίνουν αφού είχε προηγηθεί η μεγάλη επιτυχία «Λούφα και Παραλλαγή» (1984). Είχα την τύχη μαζί μου βρίσκοντας έναν τρόπο με το ελληνοτουρκικό ζήτημα και αυτό άρεσε στον κόσμο.

Έχετε ασχοληθεί με το είδος της κωμωδίας στο μεγαλύτερο μέρος της καριέρας σας. Πώς προέκυψε αυτή η προτίμησή σας;
Ανέκαθεν μου έβγαινε αυθόρμητα, δεν το επιζήτησα ποτέ. Το «Μπόμπερ και Παγκανίνι, οι Απίθανοι Διαρρήκτες», από τη στιγμή που είναι μια σουρεαλιστική κατάσταση, περιέχει γέλιο διότι ο σουρεαλισμός εδώ είναι κωμικός. Οι καταστάσεις είναι ρεαλιστικές, δεν τις δημιουργούν για να γελάσουμε. Η αναπηρία των χαρακτήρων είναι που μας προκαλεί γέλιο. Βέβαια, στη σημερινή εποχή της πολιτικής ορθότητας, μια ταινία σαν και αυτή δεν μπορεί να γίνει και, αν γίνει, δεν αντιμετωπίζεται το ίδιο όπως συνέβη στη δεκαετία του ’70…

Στη φιλμογραφία σας έχω παρατηρήσει ένα μεγάλο κενό μεταξύ των ταινιών σας «Βίος και Πολιτεία» (1987) και «Προστάτης Οικογενείας» (1997). Στο ενδιάμεσο δεν κάνατε κάποια δουλειά για το σινεμά ως σκηνοθέτης. Πώς συνέβη αυτό γνωρίζοντας πως η πρώτη είναι από τις διασημότερες δουλειές σας;
Το 1987, ύστερα από την κυκλοφορία του «Βίος και Πολιτεία», οι διανομείς μου πίστευαν ότι θα κάναμε πολύ μεγαλύτερη επιτυχία από την «Λούφα και Παραλλαγή», κάτι που πίστεψα και εγώ, διότι δεν ήταν μια ταινία με ιστορικό υπόβαθρο, δηλαδή την περίοδο της δικτατορίας, αλλά ασχολούνταν με θέματα των καιρών εκείνων.

Η ταινία βγήκε στους κινηματογράφους και το κοινό πήγε να τη δει έχοντας την ιδέα πως πρόκειται για μια κωμωδία σε παρόμοιο στιλ με τις προηγούμενες δουλειές μου. Είχα γίνει γνωστός χάρη στις προηγούμενες επιτυχίες μου. Πολλοί μπορεί και να στενοχωρηθήκανε με το θέμα της. Δεν είχε την ανταπόκριση που είχε η «Λούφα και Παραλλαγή» και αυτό φάνηκε στο οικονομικό αποτέλεσμα της ταινίας.

Στη συνέχεια πήγα να δουλέψω ξανά στη Γερμανία γιατί και εγώ έπρεπε να συντηρήσω τον εαυτό μου. Δούλεψα κάποια στιγμή ξανά με τον Φόλκερ Σλέντορφ στην ταινία του «Ο Ταξιδιώτης» (Voyager, 1991), η οποία είχε γυρίσματα σε πολλά και διάφορα μέρη στον κόσμο, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Το μυθιστόρημα «Homo Faber» του Μαξ Φρις, στο οποίο βασίζεται η ταινία, ουσιαστικά τελειώνει στην Ελλάδα, στο Ελληνικό. Εμείς πραγματοποιήσαμε τα γυρίσματα στο στρατιωτικό αεροδρόμιο στην Ελευσίνα.

Έκανα και άλλες ταινίες τη δεκαετία του ’90 στη Γερμανία ως set designer. Έχω κάνει μάλιστα και μια τηλεταινία που δεν έχει προβληθεί στην τηλεόραση εδώ. Ονομάζεται «Αθήνα, το Λίκνο της Δημοκρατίας» (1995). Ήταν μια παραγωγή για μια σειρά ταινιών για τους ιστορικούς πολιτισμούς, μια παραγωγή τεχνολογικά φροντισμένη. Εγώ έκανα για την αθηναϊκή δημοκρατία. Τη γύρισα ως Έλληνας με τη δική του άποψη πώς βλέπει τη δημοκρατία στην πατρίδα του. Είναι διαφορετική από αυτό που περίμεναν οι περισσότεροι να δουν.

Έχετε κάποια στιγμή που θεωρείτε ως κορυφαία στη φιλμογραφία σας;
Η αλήθεια είναι πως δεν έχω κάνει ποτέ μου απολογισμό γι’ αυτό το πράγμα! Μάλλον δεν έχω. Ζω την κάθε στιγμή! Πάντως άμα κάποια στιγμή το κάνω, θα σε έχω ενήμερο!

Ο Γιώργος Πανουσόπουλος και ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος υπήρξαν στενοί συνεργάτες σας στον ελληνικό κινηματογράφο. Πείτε μου μερικά λόγια για αυτούς.
Με τον Γιώργο Πανουσόπουλο γνωριζόμαστε από τα χρόνια του Στρατού. Ο Γιώργος είχε την κάμερα ενώ εγώ ήμουν καταδικασμένος να μαστορεύω και να βάφω. Έπαιρνα υπηρεσιακό από το Στρατό και πήγαινα και του κράταγα κάνα φως, κάνα ρεφλεκτέρ ενώ άλλες φορές τον βοηθούσα να κάνει κάποιο playback – τα σημερινά video clips – για τους μουσικούς της εποχής. Με είχε βοηθήσει πολύ, ειδικά στην πρώτη μου ταινία.

Τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο τον γνώρισα όταν επέστρεψα στην Ελλάδα προς το τέλος της δεκαετίας του ’70. Εκείνη την περίοδο γύριζα το «Ιδού η Μήλος, Ιδού και το Πήδημα» (Milo-Milo, 1979), την οποία αδυνατούσα να την κάνω ως ελληνική παραγωγή και στράφηκα σε Γερμανούς παραγωγούς. Σε αρκετές ταινίες μου, από την «Άρπα Colla» (1982) και ύστερα, είχε κάποιο ρόλο ως ηθοποιός ή και υπήρξε μέρος της παραγωγής. Βοηθούσαμε ο ένας τον άλλο, με λίγα λόγια.

Η λέξη «ευτυχία» τι σημαίνει για εσάς;
Τη λέξη «ευτυχία» τη συνδέω πια περισσότερο με το σενάριο της Κατερίνας (Μπέη) που έγραψε για την ομότιτλη ταινία πριν μερικά χρόνια… Ευτυχία θα έλεγα πως είναι κάτι σαν αντίδοτο σε όλα τα βάσανα της ζωής. Κάπως έτσι το βλέπω. Αν είμαι ευτυχισμένος; Ας πούμε αυτές τις μέρες του Φεστιβάλ νιώθω ευτυχισμένος. Μου έδωσαν και ένα τιμητικό βραβείο για το σύνολο προσφοράς μου στον κινηματογράφο. Είδα όλο αυτό τον κόσμο στις προβολές, άκουσα όλα αυτά τα χειροκροτήματα. Μου άρεσε αυτό. Σκέφτομαι τότε πως έκανα και κάτι καλά, φαίνεται πως κάτι πέτυχε. Μπορώ να ισχυριστώ πως η όλη μου η σταδιοδρομία στο σινεμά πέτυχε. Τότε να είμαι ευτυχής!

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στο Google News και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.